Μακαριστός λοιπόν ο αρχιεπίσκοπος. Και, η εκκλησία παει γι’άλλα. Σε ένα πολύ πιο έντονο κλίμα σε σχέση με τι αντίστοιχο πριν από 10 περίπου χρόνια όταν είχε «τελευτήσει» ο Σεραφείμ. Όπως γενικότερα έντονη ήταν κι αυτή η δεκαετία.

Παρακολουθώ όλο αυτό το διάστημα, τόσο κατά τη διάρκεια της ασθένειας του Χρ. όσο και τούτες τις μέρες μετά το θάνατό του, το ντόρο που γίνεται τόσο στα ΜΜΕ όσο και στα blog. Μου φαίνεται μέσες φωνές δεν υπάρχουν – κι αν κάνω λάθος διορθώστε με, κανένα πρόβλημα. Φανατικοί υποστηρικτές – θαυμαστές του (..για αρκετούς νομίζω «θαυμαστής» είναι η σωστή λέξη) και εξίσου φανατικοί πολέμιοι οι οποίοι δείχνουν γενικότερα τη δυσφορία τους – και έντονα μάλιστα.

Η προσωπικότητα του Χρ. προκάλεσε πάθη, σύμφωνοι. Δεν ήταν όμως μόνο θέμα «χαρισματικότητάς» του ως φυσιογνωμία. Ήταν κυρίως θέμα πολιτικό. Γιατί, ναι, ο Χριστόδουλος πολιτικά στάθηκε καθ’όλη αυτή τη δεκαετία. Και αυτή του η ανάμειξη στην απόπειρα διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης σε κομμάτι του ελληνικού λαού – το όποιο κομμάτι του ελληνικού λαού που επηρρεάστηκε – είναι πιστεύω η αιτία που ο θάνατός του, όπως και η παρουσία του ως αρχιεπισκόπου, είναι κεντρικό θέμα, όχι μόνο από τα «πάνω» αλλά και από τα κάτω.

Μάλλον το θέμα με τις ταυτότητες είναι το κεντρικό στην όλη ιστορία. Σίγουρα αυτό που χαράχτηκε στη μνήμη των περισσότερων ήταν το ζήτημα των ταυτοτήτων , και λογικά, 3.008.901 υπογραφές ήταν αυτές. Εκείνο το θέμα είχε παρουσιαστεί σαν πεδίο αντιπαράθεσης «προόδου» – «συντήρησης», με το Χριστόδουλο στην ηγεσία της τελευταίας. Και στην ηγεσία της πρώτης, τον πρωθυπουργό βέβαια, Κ. Σημίτη. Μια ακόμα διάσταση που είχε δοθεί , στο εδάφος αυτού του σχήματος, ήταν η φιλοευρωπαϊκή – αντιευρωπαϊκή αντιπαράθεση. Φιλοευρωπαϊστές – προοδευτικοί εναντίον συντηρητικών – αντιευρωπαϊστών. Ψευτοαντιπαράθεση.

Ψευτοαντιπαράθεση βέβαια γιατί η πραγματική, η βασική αντίθεση είναι κεφάλαιο εργασία.Και το καταλαβαίνει κανείς αυτό παρατηρώντας απλώς ότι στα δυο «στρατόπεδα», ήταν βασικά οχυρωμένοι από τη μία το κυβερνών ΠαΣοΚ (με λιγοστές εξαιρέσεις), η ΝΔ (με περισσότερες εξαιρέσεις) ο ΣΥΝ και από την άλλη η εκκλησία (κι αυτή με μπόλικες εξαιρέσεις αν θυμάμαι) , και οι εξαιρέσεις των αστικών κομμάτων που λέγαμε. Και διάφοροι διανοούμενοι απ’τη μια ή την άλλη μπάντα. Λέμε για ψευτοαντιπαράθεση γιατί ΟΥΤΕ ένας από αυτούς δεν ήταν, ούτε είναι, ενάντια στη στρατηγική της αστικής τάξης. Ή μ’άλλα λόγια στη στρατηγική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Όλοι τους υπέρ – με τα γνωστά ναζάκια που κάνουν ενίοτε, υπέρ όμως. Αν υπήρχε ένα προοδευτικό μπλοκ σ’αυτή την ιστορία, από την πλευρά της εξουσίας,  θα έλυνε το ζήτημα με το θεσμικό χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας. Ώστε η δημόσια λειτουργία να μην επηρρεάζεται κατ’ελάχιστο είτε από την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, είτε από θρησκευτικούς όρκους, είτε από θρησκευτικές τελετές: το κράτος τη δουλειά του κι οι πιστοί τη δική τους. Αν εξαιρέσει όμως κανείς το ΚΚΕ, όλοι οι υπόλοιποι τότε φανατικά παρέκαμπταν το πραγματικό ζήτημα: και ο διαχωρισμός να μη γίνει και οι ταυτότητες να περάσουν -ή να μην περάσουν ανάλογα.

Στην ουσία επρόκειτο για μια εσωτερική αντιπαράθεση μέσα στα πλαίσια της ιδεολογίας της αστικής τάξης. Κανένας τους δεν ήταν αντικαπιταλιστής – γι’αυτό και η συμμαχία με τον ένα ή τον άλλο θα ήταν άνευ αντικειμένου (τουλάχιστον). Το ζητούμενο άπό την αντιπαράθεση ήταν για το ρεύμα Χριστόδουλου να επανακτήσει μέρος από το έδαφος που έχασε η «κλασσική» ιδεολογία του ελληνικού αστισμού (τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη) προς όφελος της σημερινής , κατά τα φαινόμενα , κυρίαρχης: του «εκσυγχρονισμού» όπως λέγαμε στα ’90΄ς , ή η φιλοΕ.Ε. – έτσι πρόχειρα βάζω ένα χαρακτηρισμό. [φιλοΕΕ κι όχι φιλοευρωπαϊκή: η ευρωπαϊκή ιστορία δεν είναι  μόνο η αφήγηση των κυρίαρχων, είναι και η Κομμούνα, και οι Σπαρτακιστές, και οι Διεθνείς Ταξιαρχίες, και οι Μπολσεβίκοι, και το ΕΑΜ..].

Το κατάφερε; Ναι πιστεύω. Και μόνο το ότι σήμερα κινούνται στα νερά που συντάραξε ο Χρ. ένα κοινοβουλευτικό (ΛΑΟΣ) κι ένα εξωκοινοβουλευτικό κόμμα (Δημ. Αναγέννηση/Παπαθεμελής) – προφανώς και στα πλαίσια ευρύτερων εξελίξεων και σχεδιασμών ΕΝΤΟΣ πάντως της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής και όχι κάτω από την πίεση του κινήματος ( με την έννοια ότι δεν γέννησε κανένα λαϊκό κίνημα είτε το ΛΑΟΣ είτε τη Δημ. Αναγέννηση) – είναι μια απόδειξη ότι αυτή , η «παραδοσιακή» όπως την ονομάσαμε, εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας επανήλθε στο προσκήνιο ως εναλλακτική πολιτική πρόταση, χωρίς να είναι ούτε περιθωριοποιημένη στα ποσοστά της ΕΠΕΝ π.χ. ούτε καλυμμένη σε ένα από τα δυο κόμματα εξουσίας.

Ανάφερα παραπάνω το ζήτημα των ταυτοτήτων το οποίο ήταν το χαρακτηριστικότερο, χωρίς όμως να είναι το μοναδικό δείγμα πολιτικής συμπεριφοράς του τ.αρχιεπισκόπου: η αντιδικία με το Πατριαρχείο της Κων/πολης είναι μια άλλη σημαντική πλευρά της πολιτικής του παρουσίας – στα άστικά πλαίσια πάντα όπως τα προσδιορίσαμε. Ουσία αυτής της κόντρας , που ξεδιπλώθηκε με αφορμή την Πατριαρχική και Συνοδική πράξη του 1928 η οποία καθορίζει το καθεστώς της διοίκησης των μητροπόλεων τωψν νέων χωρών στην εκκλησία της Ελλάδας, είναι η επιθυμία της ελλαδικής εκκλησίας να έχει τα πρωτεία στην εκπροσώπηση των Ορθόδοξων Χριστιανών. Γενικώς. Όπως αντιλαμβάνεται κανένας μια τέτοια – επί της ουσίας – αναγνώριση, από διεθνείς οργανισμούς, κράτη κλπ. δίνει ενισχυμένη δυνατότητα στην ελλαδική εκκλησία να παίξει ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή και παράλληλα και στην ελληνική α.τ. ένα ισχυρό εργαλείο για τους δικούς της σχεδιασμούς.Και εδώ υπογραμμίζεται η ύπαρξη διαφορετικών εκδοχών της σημερινής ιδεολογίας της ελληνικής α.τ.

Επόμενα γίνεται κατανοητό νομίζω για ποιο λόγο πιστεύω πως η παρουσία του Χρ. ενέπνευσε τόση ένταση: προφανώς όχι επειδή «έφερε τον κόσμο στην εκκλησία» ή «επειδή υπερπροβλήθηκε από τα ΜΜΕ» ή ακόμα για τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα κλπ. Όλα τα παραπάνω συνέβησαν, βέβαια και η ένταση με την οποία βγήκαν προς τα έξω εξέφρασε ακριβώς αυτή την ενδοαστική κόντρα. 

Μ’αυτή την έννοια, το πολιτικό ζήτημα απέναντι στην εκκλησία -από τα αριστερά μιλώντας – δεν έγκειται προφανώς στο σύρσιμο στην αντικληρικαλική πλευρά της αστικής ιδεολογίας. Άκουγα π.χ. προχτές ένα εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ να λέει στην τηλεόραση «΄να ασχοληθεί η εκκλησία με την πνευματικότητα και να μην πολιτικολογεί» για να συμπληρώσει καπάκι μετά κάποιες ατάκες για τη λατινοαμερικάνικη θεολογία της απελευθέρωσης. Μόνο που και η τελευταία είναι «πολιτική» εκδοχή της θρησκευτικής παρέμβασης. Και, ανεξάρτητα από την αυταπάτη που καλλιεργεί μια αντίληψη ότι είναι δυνατό η δοσμένη ελλαδική εκκλησία να πάρει το μέρος της εργατικής τάξης, αφήνει μπόλικα ζητήματα αναπάντητα. Κυρίως γιατί απ’ότι φαίνεται η τάση που υπηρέτησε ο Χρ. δεν πρόκειται να πεθάνει μαζί του. Τουλάχιστον δεν είναι διατεθειμένη να τα παρατήσει, και από που να προκύπτει κάτι τέτοιο μια και σήμερα είναι πολύ πιο ενισχυμένη απ’ότι πριν 10 χρόνια – όταν η μόνη δημόσια έκφρασή της ήταν οι «νεοορθόδοξοι» ή παλαιοορθόδοξοι διανοούμενοι αρθρογράφοι της «Καθημερινής».

Θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον επομένως η διαδοχή του αρχιεπισκόπου από τη άποψη του προσώπου. Δεν ξέρω ακριβώς πως έχει το κλίμα στην Ιερά Σύνοδο, πάντως η άμεση δρομολόγηση της διαδικασίας διαδοχής μάλλον κάτι δείχνει.