Εγώ παιδιά σκηνοθέτης δεν είμαι. Ούτε σεναριογράφος, Κέντρο Κινηματογράφου, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης,παραγωγός, καμεραμάν ή μπουμαν. Δεν γράφω κριτικές κινηματογράφου σε περιοδικά, δεν έχω το αρχείο του «Cahiers du cinema». Ένα στοιχειώδες αισθητήριο έχω, αισθητικό εννοώ, σχετικά με το ποιά ταινία είναι καλογυρισμένη ή όχι. Υπάρχουν δεκάδες, εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες περισσότερο αξιόπιστοι να πουν ποια ταινία είναι καλή ή όχι.
Εκτός από το αισθητικό κριτήριο βέβαια υπάρχει και το πολιτικό. Πάντα και σε κάθε έργο τέχνης επιστρατεύεται και , σωστά, οφείλει να επιστρατεύεται. Κι ο Μαρξ μας τά’πε κι ο Λένιν κι ο Γκράμσι, δεκάδες , εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες ακόμα έγραψαν τεκμηριωμένα γι’αυτό. Οποιοδήποτε πνευματικό προϊόν γεννιέται σε ανταγωνιστικές κοινωνίες έχει τη θέση του στη διαλεχτική ανάπτυξης αυτών των κοινωνιών. Με δυο λόγια από τα σουξέ του Ρουβά ως τις ταινίες του Αγγελόπουλου, τα πάντα έχουν τη θέση τους στην ταξική πάλη. Απ’την από δω μπάντα ή την από’κει.
Αν θέλετε τη δική μου, ερασιτεχνική και «χομπίστικη» γνώμη για μια ταινία για τον εμφύλιο, αυτή θα έπρεπε να γυριστεί αλλιώς από την «Ψυχή βαθιά». Θά’πρεπε να ξεκινά από τη Σμύρνη να καίγεται. Να βλέπει τους πρόσφυγες να στοιβάζονται στις καραντίνες στον Πειραιά και την Καλαμαριά. Να χτίζουν τις παράγκες τους μόνοι τους, αποξηραίνοντας έλη, η μια τρώγλη δίπλα στην άλλη με τους κομματάρχες των βενιζελικών και των βασιλικών να υπόσχονται και να ξαναϋπόσχονται την «οριστικήν διευθέτησιν του προσφυγικού προβλήματος». Θά’πρεπε να βλέπει τους σλαβόφωνους στα χωριά της Μακεδονίας να τρώνε βούρδουλα «στη ζούλα» από τους ενωμοτάρχες και τους αγροφύλακες. Θά’ πρεπε να δείχνει τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, πετυχημένα και όχι, βενιζελικών κι αντιβενιζελικών τις δεκαετίες ’20 και ’30, τους «λαμπρούς» εθνάρχες πολιτικούς να ρητορεύουν δίπλα στη φτώχεια των πόλεων, με τους ξυπόλητους, τους πρεζάκηδες, τους ρεμπέτες. Να βλέπει τους αγώνες ελλήνων και τούρκων καπνεργατών στην Καβάλα και τη Δράμα,να μιλάει για το Ιδιώνυμο, να περνάει από τη Σίκινο τη Φολέγανδρο την Ανάφη. Να βλέπει τον εμπρησμό του Κάμπελλ από παρακρατικούς της δεξιάς, και να θυμάται τον Ίντο Σενόρ και το Σαλβατόρ Ματαράσσο που έπεσαν, μάρτυρες του εβραϊκού προλεταριάτου το Μάη του ’36. Να περνάει τη διαμάχη δημοτικιστών – «καθαρών», και να μιλάει για τη λογοτεχνική γενιά του ’30. Να φωτίζει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, και να εξηγεί την εσωτερική όπως εξελισσόταν στα πλαίσια της Αγγλικής κηδεμονίας και των εξωτερικών επενδύσεων στη χώρα μας – ιστορία που ξεκινάει ήδη από τον αγώνα του ’21. Να μας πει από που προέκυψε ο Μεταξάς δικτάτορας, τί διείσδυση είχε επιχειρήσει η Ιταλία στα χρόνια ’36 -’40 και γιατί ο φασίστας κατά τα άλλα Μεταξάς ολόψυχα μπήκε στο πλευρό των Άγγλων το ’40. Η κυβέρνηση του Καϊρου, το ΕΑΜ, οι ταγματασφαλίτες κι η κοινωνική τους βάση, ο Μιχάλαγας κι ο Τσαούς Αντόν όλοι και όλα. Γιατί.
ΓΙΑΤΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΓΙΝΕ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟ 1946 -’49;
Α..καλά. Ξέρω τί θα μου πείτε. Μια τέτοια ιστορία χρειάζεται τριλογία τουλάχιστον. Πάμπολλες ώρες, γερό σενάριο κι ιδιοφυή σκηνοθέτη. Έτσι είναι. Αλλά πριν απ’όλα θέλει τόλμη. Για να πεις την αλήθεια. Κανένας εμφύλιος δε γίνεται από καπρίτσιο:ούτε ο Ζαχαριάδης την είδε επαναστάτης ενώ «οι μεγάλοι τα είχαν βρει» (ε, κι αφού τα βρήκαν το Ζέβγο γιατί τον σκότωσαν? το όργιο μετά τη Βάρκιζα τί χρησίμευε? οι δεξιοί «μας» ενώ ξέρουν να μιλάν για συμβιβασμούς επιμένουν μ’αυτό τον τρόπο να δικαιώνουν χωρίς κουβέντα το δικό τους μονοπώλιο βίας..), ούτε οι Αμερικάνοι «επέβαλαν» τη θέλησή τους στους δισταχτικούς Έλληνες αξιωματικούς και πολιτικούς. Πώς «επιβάλεις» χωρίς συναίνεση? Ήταν η Ελλάδα του Σοφούλη -του κεντρώου Σοφούλη -υπό Αμερικανική κατοχή; Πώς έφτασε η ελληνική άρχουσα τάξη να επιλέξει τη συντριβή δια όπλων του ΕΑΜικού κινήματος, και κυρίως, γιατί; Δημοκρατία σημαίνει να γίνεται ό,τι θέλει η πλειοψηφία. Ποια ανάγκη του ελληνικού κεφαλαίου, καθορισμένη από ποια σύνθεση και πιο χαρακτήρα του τελευταίου, εξυπηρέτησε το σαθρό ελληνικό κράτος του μεσοπολέμου που «αναβίωσε» -για πιο σκοπό -από τις αμερικάνικες ναπάλμ του ’49 για να ανασυγκροτηθεί με τα Μακρονήσια, τις αντιπαροχές, και το χωροφύλακα από το ’50 και δώθε?
Η ιστορία του ελληνικού εμφυλίου είναι η ιστορία της μαζικής εισόδου των προλεταρίων της χώρας στην πολιτική. Με σκοπό να γκρεμίσουν την αστική κυριαρχία (εντάξει, με θολούρα αν θέλετε και με κραυγαλέα λάθη ταχτικής). Αλλά, αυτό ήταν. Δεν ήταν η «έφοδος’ των καλών απέναντι στους κακούς. Δεν ήταν ένα δονκιχωτικό ρομάντσο. Δεν ήταν καουμπόίκο.Δεν ήταν απλό πράγμα.
Ένας νέος ισπανός συγγραφέας ο Isaac Rosa, σημειώνει εκφράζοντας τις αντιρρήσεις του για τον τρόπο που ιστορείται στη χώρα του ο δικός τους εμφύλιος: “δημιουργείται μια μνήμη όχι χρησιμότητας, αλλά φετιχισμού. Μια μνήμη όχι γνώσης, αλλά κουτσομπολιού. Μια μνήμη όχι λόγων, έργων και ευθυνών, αλλά ανεκδότων. Σε τελική ανάλυση μια μνήμη μάλλον συναισθηματική, παρά ιδεολογική”.
Ο αποχρωματιστής Αγγελάκας , συνθέτης της μουσικής της ταινίας το βάζει πολύ όμορφα:»Δεν είχε αυτός ο πόλεμος ψυχή – αν υπήρχε ψυχή, υπήρχε απ’ τους αντάρτες που ήταν κι αυτοί παγιδευμένοι από τους σταλινιστές, αλλά και με το όνειρο να κάνουν την Ελλάδα πιο ελεύθερη· η ορμή τους ήταν ότι ήθελαν να ζήσουν σε μια πιο δίκαιη κοινωνία. Ήταν όλο παράλογο. Και τα δύο στρατόπεδα παγιδευμένα.»
Παγιδευμένοι από τους «σταλινιστές» οι αντάρτες.. Είχαν βέβαια ένα όνειρο να κάνουν την Ελλάδα πιο δίκαιη -αλλά παγιδευμένοι και οι φαντάροι του «εθνικού στρατού». Όλοι παγιδευμένοι και όλο το θέμα παράλογο, μια παρεξήγηση, κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν δεν υπήρχαν οι παγίδες. Αυτοί οι «απροσδιόριστοι» κακοί που όλο τα καταφέρνουν και μας βάζουν να σκοτωνόμαστε. Προφανώς οι ‘κακοί» υπήρχαν από τις δυο μπάντες βέβαια. Οπότε απομονώνοντας τους τελευταίους μπορούμε άφοβα να οδεύσουμε στην ταξική συμφιλίωση..
«Ονειρεύομαι ότι θα μπορούν να βγαίνουν από το σινεμά είτε ένας δεξιός είτε ένας αριστερός δακρυσμένοι – κι αυτό είναι κάτι που ξεπερνάει την ταινία.» Και την πραγματικότητα ξεπερνάει. Το δάκρυ είναι στοιχειώδης ανθρώπινη αντίδραση σε στοιχειώδες ερέθισμα. Η λογική είναι που έχει αξία. Και η λογική θρέφεται και από την ιστορική μνήμη. Άμα σπέρνεις μνήμη λαπά θερίζεις κλάμματα, εισιτήρια στις αίθουσες και δάφνες μεγάλου κινηματογραφιστή και μεγάλου μουσικού. Ταυτόχρονα έχεις ασελγήσει στα πτώματα των ανταρτών (που ενδιαφέρουν εμένα) και των στρατιωτών (που ενδιαφέρουν και εμένα). Οι ανόητοι «εξαπατήθηκαν» από τους «ξένους» και μπλέχτηκαν σε εμφύλιο το ’49 ενώ ,αντίθετα ο «Δεκέμβρης» ήταν «ό,τι πιο ελπιδοφόρο απ’τη μεταπολίτευση». Ναι βέβαια. «Είναι παράξενη αυτή η πόλη». Σκοτώνει τ’αγόρια της τελεσίδικα κι οριστικά κύριε συνθέτα.
Βλέπω στις φιλμοκριτικές(όπως τις παραθέτουν στον Πόντο & αριστερά) πως αν μη τι άλλο φαίνεται οι «αρμόδιοι» να κρατάνε τις αποστάσεις τους. Ευτυχώς.
Τα σόγια των ανταρτών κύριοι δεν θέλουν τη ζωή τους σε χολυγουντιανές διαστάσεις. Οι «επικές» μάχες, τα δάκρυα, οι μουρμούρες και τα κουτσομπολιά , οι τραγικές «καθημερινές» φιγούρες είναι περιστατικά στα οποία πρωταγωνίστησαν. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣΑΝ. Δεν θα τους τα πείτε εσείς ύστερα από δεκαετίες. Το γιατί αν μπορείτε να πείτε, αυτό θα έχει αξία σήμερα. Και αύριο. Και το γιατί γυρέψατε να απαντήσετε -αλλά δυστυχώς για σας το «γιατί» το ψιλοξέρουνε όλοι σ’αυτό τον τόπο.
Ο «αριστερός» κι ο «δεξιός’ κλάψανε όντως μαζί σ’αυτό τον τόπο: στα τρένα για τη Γερμανία και στου Βελγίου τις στοές. Εκεί που τους έστειλε η νικήτρια παράταξη. Αλλά ούτε κι αυτό το είδαμε κι ούτε πρόκειται να το δούμε σε ταινίες φτηνού συναισθηματισμού με παντιέρα τη σύγχρονη «εθνικοφροσύνη» του μεταμοντέρνου.
27 Οκτωβρίου, 2009 at 2:30 μμ
[…] Εγώ παιδιά σκηνοθέτης δεν είμαι. Ούτε σεναριογράφος, Κέντρο Κινηματογράφου, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης,παραγωγός, καμεραμάν ή μπουμαν. Δεν γράφω κριτικές κινηματογράφου σε περιοδικά, δεν έχω το αρχείο του “Cahiers du cinema”. Ένα στοιχειώδες αισθητήριο έχω, αισθητικό εννοώ, σχετικά με το ποιά ταινία είναι καλογυρισμένη ή όχι. Υπάρχουν δεκάδες, εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες περισσότερο αξιόπιστοι να πουν ποια ταινία […] [Διαβάστε το υπόλοιπο του άρθρου στο blog του (56 λέξεις)] […]
27 Οκτωβρίου, 2009 at 4:29 μμ
Συμφωνώ απολύτως!! Δε θα μπορούσα να συμφωνώ με καμιά άλλη «κριτική» περισσότερο…
Για μένα μια ταινία έχει δύο «υπόβαθρα». Το ένα είναι το «ρηχό καλλιτεχνικό» (δηλ απλά ως κινηματογραφικό αποτέλεσμα, εφέ, φωτογραφία, μουσική κτλ). Κατά αυτό το υπόβαθρο η εν λόγω ταινία είναι αρκετά έως πολύ καλή (για τα γούστα μου τουλάχιστον). Το άλλο υπόβαθρο είναι το «συνολικό» (σκοπός σκηνοθέτη-σεναριογράφου, τρόπος παρουσίασης γεγονότων-στοιχείων, πιθανή ταύτιση με συγκεκριμένα γεγονότα-στοιχεία, κτλ κτλ). Αν λάβουμε υπόψιν αυτό το υπόβαθρο, κατά το οποίο κρίνεται και η ΑΞΙΑ μιας ταινίας, η εν λόγω ταινία είναι λίγη, ρηχή, χωρίς -ουσιαστικό- λόγο ύπαρξης…
27 Οκτωβρίου, 2009 at 7:11 μμ
Μωρέ έχει ουσιαστικότατο λόγο ύπαρξης: ν’αλλάξει τα πρέκια στην ιστορία. «τί τα ψάχνεις όλοι χάσαμε»…
Αμ δε που χάσαμε όλοι. αυτοί που κέρδισαν μάλιστα, τόσο σαν τάξη όσο και το πολιτικό προσωπικό τους ακόμα στην καμπούρα μας είναι, και μας προσαρμόζουνε δημοσιονομικά..
27 Οκτωβρίου, 2009 at 5:57 μμ
να χαρώ εγώ regi μου…δεν θα μπορούσα να βρώ καλύτερα λόγια από αυτά που έγραψες…
αυτό που με κάνει να λυπάμαι πιό πολύ είναι ‘οτι η ταινία είναι «κακή» και σε κάτι τέτοια δεν μας έχει μάθει ο Π.Βούλγαρης..κρίμα…
υγ.εθεάθει γνωστός στρατηγός να πίνει καφεδάκι σε καφε της σβόλου…
27 Οκτωβρίου, 2009 at 7:12 μμ
ε, τα πίνουνε κι οι στρατηγοί τα καφεδάκια τους ενίοτε δεν είναι πάντα χωμένοι στ’αμπριά 🙂
27 Οκτωβρίου, 2009 at 8:10 μμ
η αναθεώρηση έχει ήδη από καιρό αρχίσει.
κι όχι μονάχα για τον ελληνικό εμφύλιο
αλλά και για τον ισπανικό
και για άλλους..
έγραφα κάποτε εδώ : http://inconue.wordpress.com/2007/03/25/%CE%B7-%CE%B2%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%8D/
«..Τέλος, και επειδή την ιστορία κάθε διαμάχης σε πρώτη φάση την γράφει ο νικητής, καμιά διαμάχη δεν ολοκληρώνεται και δεν κρίνεται παρά από στο βαθμό που εκείνος θα κατορθώσει να επιβάλει την δική του ερμηνεία των πραγμάτων.
Ο νικητής που όλα τα πήρε, διεκδικεί όχι βέβαια να απολογηθεί, αλλά κυρίως το φωτοστέφανο. Κι έχει ακόμη την έγνοια να μην τύχει και πάρει στη συνείδηση των ανθρώπων το ρόλο τού δήμιου και του «χασάπη». Θέλει ένα λούστρο ηθικής, να είναι ο «καλός». Μόνο που για τούτη εδώ την τελευταία και πιο δύσκολη μάχη και για όσο ζουν οι μάρτυρες, εμπόδιο είναι μεγάλο η κοινωνική μνήμη.
Κι έτσι στις μέρες μας βλέπουμε, συχνά πυκνά, και προϊούσας της αποχώρησης από τον μάταιο τούτο κόσμο των μαρτύρων των όποιων κοινωνικών συγκρούσεων, οι νικητές τους, σε πολλά μέρη του κόσμου και του μικρόκοσμου, να δραστηριοποιούνται ξανά για να διεκδικήσουν κάτι : το φύλλο της ηθικής.
Και τότε μένει σε μας να δούμε και να παραδεχτούμε σε ποια κατεύθυνση βρισκόμαστε όσο μιλάμε, κι όσο σιωπούμε…»
28 Οκτωβρίου, 2009 at 1:34 μμ
Συμφωνώ απόλυτα. Η συγκεκριμένη ταινία βέβαια δε γυρεύει «ακριβώς» να δικαιώσει ηθικά τους νικητές όσο το να μεταφέρει το υπόβαθρο της εμφυλίας σύγκρουσης από την κοινωνία στις..ιδέες. Στην «ψυχή». Εκεί «οι αριστεροί» «δικαιώνονται» και το σύστημα σχέσεων παραγωγής – ως αιτία στην τελική του εμφυλίου και ως τελικός στόχος -θάβεται κάτω από τεχνιτές συγκινήσεις.
Ζουμερό το κείμενό σας.
28 Οκτωβρίου, 2009 at 2:04 μμ
ναι !
μα δεν είναι αυτός ένας αθώος τρόπος, μια σχετικοποίηση, ένας αθώος συμψηφισμός, για ν’αρχίσουμε από κάπου να φτιάχνουμε τη σούπα ; Κατά τα άλλα, οι ‘επιστήμονες’, απ’τη σκοπιά τους, το έχουν ήδη προχωρήσει πολύ ..
27 Οκτωβρίου, 2009 at 8:14 μμ
[…] Δείτε επίσης την πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του regimientocinqo […]
28 Οκτωβρίου, 2009 at 12:37 πμ
Εχεις δίκιο – και οι δύο πόνεσαν αλλά τι να κάνουμε οι αριστεροί ήταν οι «καλοί» και οι δεξιοί οι «κακοί» όσο απλοϊκό και να ακούγεται. Αυτό δεν σημαίνει οτι θα ήθελα να είχε κερδίσει ο ΔΣΕ, αλλά η ενσωμάτωση των δοσίλογων έχει ένα ιστορικό κόστος που δεν αποφεύγεται με αυτό που σωστά αναφέρεις “τί τα ψάχνεις όλοι χάσαμε”
28 Οκτωβρίου, 2009 at 1:35 μμ
Καλώς όρισες καρντάς.
28 Οκτωβρίου, 2009 at 2:10 μμ
@ l’enfant de la haute mer
έτσι ακριβώς. «από κάπου ν’αρχίσουμε να φτιάχνουμε τη σούπα»..
28 Οκτωβρίου, 2009 at 2:20 μμ
«τι την ψάχνεις… βουλγαρης είναι αυτός…»
Δηλαδή έπρεπε να περιμένουμε κάτι το διαφορετικό από την αφεντιά του; Και η πλάκα είναι πως ψέμματα η ταινία δεν λέει. Τουλάχιστον όχι κραυγαλέα. Αλλά αυτή η ισοπέδωση, αυτή η αντιεπιστημονικότητα, αυτός ο ανορθολογισμός, η αντιμετώπιση της ιστορίας σαν καρτ ποσταλ και εμένα μου κάθευαι πολύ βαριά. Αχώνευτη. Να τον σκίσουμε τον παντελη στην κριτική. Να πούμε την αλήθεια. Με πιάνει πείσμα. Όχι ανυπομονησία αλλά οργή. Κι αν την ιστορία τη γράψανε οι νικητές, φροντίσαν ο λαός να μείνει αγράμματος και δεν τη διάβασε.
«το καραβάνι προχωρά και τα σκυλιά γαυγίζουν»
28 Οκτωβρίου, 2009 at 3:17 μμ
εντάξει, έβγαλε και ο μπουμπούκος τα βιβλία του στη φόρα. Σωθήκαμε συνέλληνες… Αν είχαν νικήσει οι «άλλοι», λέει, θα είχαμε γίνει Σ. Ένωση και μαύρο φίδι που μας έφαγε. Και δεν γίνεται, λέει, να έχει το μονοπώλιο του κατατρεγμού η αριστερά. Λέει. Αναγουλιάζω!
ΥΓ Ρε μήπως να γυρίσουμε καμιά ταινία και μεις;
28 Οκτωβρίου, 2009 at 5:05 μμ
υπάρχεικαλυτερο κειμενο από το σημερινό του μπογιο για να δουνε οι «ανυποψιαστοι» και αναθεωρητές της ιστορίας,καθώς και αυτοί που τα κάνουν όλα ίσα κι όμοια ότι τελικά ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ (σιγουρα) ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΙΔΙΟΙ???
http://www2.rizospastis.gr/columnPage.do?publDate=28/10/2009&columnId=1821
28 Οκτωβρίου, 2009 at 11:34 μμ
Δε θα μπορουσα να μη συμφωνησω με τη κριτικη σου για τη ταινια…Το κακο ειναι οτι παιζει κ ο Γιγαντας Βεγγος σ αυτο το παραμυθι(οΒουλγαρης μ αφηνει παγερα αδιαφορο)
28 Οκτωβρίου, 2009 at 11:43 μμ
μια ταινία, πολλές συνεντεύξεις, πολύς ο θόρυβος.
όλοι, όλα, τα πάντα, ποντάρουν στη καρδιά, και η καρδιά παράγει συγκίνηση, και αυτή με τη σειρά της φράζει την όραση, την λογική, την ορθολογική σκέψη.
το συναίσθημα δεν είναι αναγκαστικά η αλήθεια, το συναίσθημα δεν είναι ιδεολογία.
μου άρεσε το κείμενό σας.
29 Οκτωβρίου, 2009 at 11:13 πμ
Σας ευχαριστώ.
«το συναίσθημα δεν είναι ιδεολογία.»
έχετε απόλυτο δίκιο. Δυστυχώς χρησιμοποιείται ιδεολογικά…
29 Οκτωβρίου, 2009 at 1:20 πμ
Έχω τήν αίσθηση ότι μετά από τήν «αναπαράσταση», τούς «κυνηγούς» καί τόν «θίασο» δέν χωράει άλλη, κινηματογραφική, εξιστόρηση τού θέματος. Απλά ό βούλγαρης ευτύχησε σέ πολύ καλές φωτογραφίες καί μάς άφησε, παρακαταθήκη, στό φίλμ έναν συγκλονιστικό Βέγγο δύο λεπτών καί μιάς αιωνιότητας….
29 Οκτωβρίου, 2009 at 11:14 πμ
Καλώς όρισες. Καμμιά αντίρρηση για τη φωτογραφία ή το Βέγγο. Οι εδώ ενστάσεις με τα «ιδεολογικά’ παρελκόμενα έχουν να κάνουν..
29 Οκτωβρίου, 2009 at 3:18 μμ
Φίλε Regimientocinqo,
Η κριτική σου ανάλυση πάσχει από το ίδιο ελάττωμα που έχει η ταινία: Είναι άνιση. Ίσως είναι αναπόφευκτο. Ο Ελληνικός εμφύλιος είναι βαρύ φορτίο… Γράφουμε κι εμείς τώρα μια κριτική ξέροντας τις δυσκολίες. Το πιθανότερο είναι να μη τα καταφέρουμε ούτε κι εμείς. Πάντως την προσπάθεια θα την κάνουμε.
Τα λέμε.
29 Οκτωβρίου, 2009 at 3:35 μμ
«άνιση»? Γιατί?
29 Οκτωβρίου, 2009 at 4:34 μμ
Φίλε Regimientocinqo,
Όπως ξέρεις, άνιση ταινία λέγεται αυτή που έχει καλές και κακές στιγμές. Για μια ανάλυση, o ίδιος χαρακτηρισμός, υπονοεί καλά και κακά σημεία. Αυτή ήταν η εντύπωσή μας και απο την ταινία και από την ανάλυσή σου, χωρίς φυσικά να διεκδικούμε το αλάθητο!
Για την ταινία θα μιλήσουμε αναλυτικά στο μπλογκ μας (το επεξεργαζόμαστε). Δυο λόγια για την ανάλυσή σου.
Τα καλά σημεία: Όταν θίγεις την απλοποίηση που δεν αποφεύγει ο Βούλγαρης. Ή όταν θίγεις την επίρριψη των ευθυνών στον «εξωτερικό» παράγοντα.
Τα «κακά»: Όταν επεκτείνεις την κριτική σου όχι σε ό,τι παρουσιάζει ο Βούλγαρης, αλλά σε ό,τι θα έπρεπε να παρουσιάσει. (Μα ο άνθρωπος δεν κάνει εισήγηση σε Κεντρική Επιτροπή! Μια ταινία κάνει όπου -μοιραία!- εστιάζει στο μέρος, όχι στο όλον). Ή όταν μηδενίζεις τη συναισθηματική αξία της ταινίας, ενός καλλιτεχνικού δηλαδή έργου!
Αυτά, συνοπτικά, μας έδωσαν την εντύπωση της άνισης ανάλυσης. Μπορεί να έχουμε κάνει λάθος βέβαια. Το ερώτημα όμως είναι, αν μας οδήγησε η ανάλυσή σου να το κάνουμε.
Τα λέμε.
29 Οκτωβρίου, 2009 at 7:02 μμ
«Ή όταν μηδενίζεις τη συναισθηματική αξία της ταινίας, ενός καλλιτεχνικού δηλαδή έργου!»
Μα εδώ είναι το ‘ζουμί’: προκαλεί συναίσθημα αποϊδεολογικοποιώντας μια επανάσταση!
30 Οκτωβρίου, 2009 at 1:02 πμ
Φίλε Regimientocinqo,
Ο Βούλγαρης δεν γύρισε μια ταινία για την Επανάσταση. Γύρισε μια ταινία για έναν εμφύλιο πόλεμο. Και εν πάση περιπτώση, ό,τι κι αν γύρισε, δεν καταλαβαίνουμε πώς με το συναίσθημα αποϊδεολογικοποιεί τον αγώνα του ΔΣΕ στη σκηνή π.χ. που η Γιαννούλα λέει στον πιτσιρικά: «Εγώ ράφτρα ήμουνα κι όταν τελειώσουμε από ΄δω, πάλι ράφτρα θα ‘μαι»!
Ή όταν ο μικρός λέει στο μεγάλο αδελφό πριν την εκτέλεσή του: «Να πεις στη μάνα να με πάρει και να με βάλει δίπλα στον πατέρα. Φοβάμαι μόνος μου»!
Τα συναισθήματα που νιώσαμε από αυτέ τις σκηνές ήταν έντονα. Δηλαδή, υποστήκαμε αποϊδεολογικοποίηση και δεν το καταλάβαμε;
Τα λέμε.
30 Οκτωβρίου, 2009 at 4:24 μμ
Συνολικά η προβολή μόνο της συναισθηματικής πλευράς απονευρώνει την πολιτική ουσία της ιστορίας. Τι δεν καταλάβατε?
30 Οκτωβρίου, 2009 at 11:06 μμ
Φίλε Regimientocinqo,
Αν χαρίσουμε τον κόσμο των συναισθημάτων στην αντεπανάσταση, την κάτσαμε τη βάρκα. «Ορθολογικώς» βέβαια, αλλά την κάτσαμε!
Τα λέμε.
29 Οκτωβρίου, 2009 at 4:46 μμ
Πολύ καλό το άρθρο σου regimientocinqo. Με εκφράζεις απόλυτα.
Ας μην τρέφουμε αυταπάτες.
Δεν περίμενα τίποτα από μια ταινία (δεν με ενδιαφέρει αν είναι του Βούλγαρη ή του Αγγελόπουλου ή οποιουδήποτε) που χρηματοδοτήθηκε αδρά από Υπουργεία και Πολυεθνικές. Αυτό από μόνο του τα λέει όλα. Ξέρεις τι περιμένεις.
Πήγα λοιπόν, θρονιάστηκα, πήρα τα νάτσος μου με μπόλικο τυρί λιωμένο, το αναψυκτικό μου και απόλαυσα ένα παραμυθάκι στο οποίο κάποιοι Έλληνες, κάποτε, δεν είχαν τι να κάνουν (δεν υπήρχε και τηλεόραση τότε) και είπαν: «Θέλετε να χωριστούμε σε ομάδες, να παίξουμε πόλεμο πάνω σε εκείνα τα ωραία και μεγάλα βουνά»;
Δάκρυσα. Το ομολογώ. Είχε κάποιες πολύ συγκινητικές σκηνές.
Δεν κάνω πλάκα. Άρχισα να κλαίω από την αρχή και για μια ώρα μετά το τέλος του έργου. Για πολλά. Για την αδικία έναντι της ιστορίας που την παίρνει στα χέρια του ο χ «καλλιτέχνης» και την κάνει παραμυθάκι για να τρώνε τα παιδάκια το φαί τους. Για την αδικία γενικά. Για την ανημπόρια μου να βγω και να ουρλιάξω και να εισακουστώ βεβαίως βεβαίως. Για τον παππού – αντάρτη του ΔΣΕ που γνώρισα το καλοκαίρι που μας πέρασε μέσα στην τρώγλη του στην Τασκένδη (εξόριστο, μόνο, άρρωστο, ανήμπορο, άπορο, που δε θα ξαναδει την Ελλάδα και το ξέρει) και για πολλά πολλά άλλα (σχετικά πάντα).
Είπε ο Βούλγαρης: «εγώ δεν είμαι ούτε ιστορικός, ούτε πολιτικός», «είμαι καλλιτέχνης». Άσε τον εμφύλιο ήσυχο τότε. Σαν καλλιτέχνης που είσαι εμπνεύσου από κάτι ωραίο και ειδυλλιακό, γράψτο και γύρισέ το να γλιτώσεις και το κράξιμο. Ε, μα……
29 Οκτωβρίου, 2009 at 7:02 μμ
«Για την αδικία έναντι της ιστορίας που την παίρνει στα χέρια του ο χ “καλλιτέχνης” και την κάνει παραμυθάκι για να τρώνε τα παιδάκια το φαί τους»
πες τα ντε!
29 Οκτωβρίου, 2009 at 10:45 μμ
“το συναίσθημα δεν είναι ιδεολογία” ειπώθηκε πρίν. Ισχύει για όλες τις περιπτώσεις.
Η ταινία δεν είναι όργανο μιας μεγαλύτερης συνωμοσίας όπως υπονοείς και η συμπόνια οφείλει να πέσει τόσο στον αντάρτη, όσο και στον στρατιώτη του εθνικού στρατού. Ακριβώς γιατί το συναίσθημα δεν είναι ιδεολογία.
30 Οκτωβρίου, 2009 at 4:04 μμ
εχοντας δει την ταινία συμφωνώ απόλυτα με την ελενη. Όταν πιάνεις τέτοιο θέμα δε γίνεται αποιδεολογικοποίηση.
Προτείνω σε όσους την είδαν για να νιώσουν καλύτερα το «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι».
Για την Ιρλανδά μιλά αλλά οι ιστορίες μοιάζουν.
Και κει υπάρχει συναίσθημα αλλά δεν κλαις για αυτό.
Κλαις για την αδικία και για αυτό είναι ταινία που «παιδεύει» συνείδηση.
Ο Βούλγαρης με τη δηθεν ουδετερότητα, που στην ουσία είναι αποσύνδεση αίτιου – αποτελέσματος, ασελγεί δε δημιουργεί πολιτισμό αλλά πολιτιστικό εμπόρευμα για καπιταλιστική χρήση.
Και να πει κανείς ότι ο ίδιος είναι ανιστόρητος…δεν είναι.
ΆΡΑ ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΤΙΑ ΣΑΣ Κ. ΒΟΥΛΓΑΡΗ (ΡΗΤΟΡΙΚΟ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ)?
υγ. Ακόμα χειρότερη από την ταινία, η χθεσινή συνέντευξη στην Α. Παναγιωταρέα….
Η τελευταία πάντως δε κρατά ούτε τα προσχήματα… Τον εθνικό στρατό τον αποκάλεσε «ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ» και για το τσομπανόπουλο του εθνικού στρατού είπε ότι ενώ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΗΡΩΑΣ αντί να τον τιμούν εκτελέστηκε ο αδερφός του..
30 Οκτωβρίου, 2009 at 4:21 μμ
«που στην ουσία είναι αποσύνδεση αίτιου – αποτελέσματος,».Αυτό είναι το πρόβλημα με την ταινία ακριβώς.
29 Οκτωβρίου, 2009 at 6:55 μμ
Αγαπητέ regimientocinqo
όπως είδες δέν ανφέρθηκα σέ τέτοια «παρελκόμενα» γιατί απλά δέν τά είδα πουθενά…
Ενώ αντιθέτως στίς ταινίες πού ανέφερα είναι παρόντα καί σαφέστατα
29 Οκτωβρίου, 2009 at 7:04 μμ
οι ταινίες που ανέφερες είναι βαριά κληρονομιά για οποιονδήποτε κινηματογραφιστή , πολύ περισσότερο αν θέλει να καταγράψει τον εμφύλιο.
30 Οκτωβρίου, 2009 at 1:06 μμ
μπράβο αδελφέ, σα να ξαλάφρωσα λίγο αφού διάβασα το κείμενο σου.
Θεωρώ ότι ο εμφύλιος είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα για ταινία και αυτό το αναγνωρίζω στο Βούλγαρη. Άπαξ και αποφασισείς να΄καταπιαστείς όμως δε γίνεται να κρατήσεις ίσες αποστάσεις. Και εδώ το Βούλγαρη το ξεπέρασε, τρομερά ο Κεν Λόουντς με το ο άνεμος χορευει το κριθάρι . Θυμάμαι τη σκηνή που σκοτώνει τον αδελφό του…
30 Οκτωβρίου, 2009 at 4:22 μμ
«ξαλάφρωσες»? με την καλή έννοια φαντάζομαι 😉
30 Οκτωβρίου, 2009 at 4:58 μμ
κάτω τα χέρια από το ιστορικό παρελθόν και από το φωτεινό παράδειγμα του μέλλοντος μας.
31 Οκτωβρίου, 2009 at 10:00 πμ
«..Τα οπλα ,παραποδας…»,ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ.Αντε γιατι πολυ το κουρασαμε κ θα αναβληθει η επανασταση λογω εμφραγματων κ μαζικης καταθλιπτικης συνδρομης.
31 Οκτωβρίου, 2009 at 2:00 μμ
Καλά όλα αυτά ρε σεις, αλλά μιλάμε ότι η νεολαία, ειδικά οι μαθητές δεν έχουν ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΜΙΑ ΙΔΕΑ για το τί συνέβαινε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα.Φίλος που είδε την ταινία σε σινεμά της Αθήνας είχε από πίσω του δυο κοπέλες μαθήτριες.Ρωτάει η μία ‘Πότε γίνανε όλα αυτά ρε συ?’ και απαντάει η άλλη ‘Ξέρω εγώ ρε?μάλλον στη χούντα’…Από αυτή την άποψη,η ταινία από άποψη περιεχομένου νομίζω βοηθάει στο να ανοίξει μια συζήτηση και ενδεχομένως κ να ταυτιστεί ένας άσχετος κόσμος με το Δ.Σ.Ε. -όντως περισσότερο συναισθηματικά παρά ιδεολογικά. Εννοείται ότι συμφωνώ ότι υπάρχει παραποίηση της ιστορίας και ότι σε ταινία 2 ωρών για τον εμφύλιο δεν αναφέρεται η λέξη ΚΚΕ ούτε μία φορά…
Πάντως R5, έχω να παρατηρήσω ότι το βλογ σπάει ρεκόρ σχολίων όταν συζητάς α)για μπάλα και β)για τον εμφύλιο. Και το γεγονός ότι η ένοπλη ταξική πάλη με στόχο τη λαϊκή εξουσία εξάπτει τα τόσα πάθη όσο ο Ολυμπιακός, εμένα καλό μου φαίνεται 😉
Φιλιά από Αγγλία, ελπίζω να τα πούμε από κοντά μέσα Νοέμβρη
31 Οκτωβρίου, 2009 at 2:23 μμ
Κάτσε να γράψω και «Πανσερραϊκός» τώρα, να πλακώσουν απ’τα ψαχτίρια κι οι ακανέδες να πιάσουν ταβάνι τα σχόλια..
1 Νοεμβρίου, 2009 at 1:08 μμ
R5 θα διαφωνήσω μαζί σου. Και εσύ όπως και δεκάδες άλλοι αριστεροί & κομμουνιστές έχω την αίσθηση ότι ζητάτε από τον Βούλγαρη να κάνει ταινία που να διαιώνει τον ΔΣΕ και τους λόγους που βγηκάμε στο βουνό. Αυτό εεν είναι απλά λάθος, είναι άδικο για τον σκηνοθέτη.
Οποιος αριστερός είδε τη ταινία και δεν συγκινήθηκε, δεν βούρκωσε είναι ψεύτης. Δεν θα πω ότι δεν είναι αριστερός ή κομμουνιστής δεν θα κάνω και εγώ το ίδιο λάθος!
Η συγκλονιστικότερη σκηνή του έργου είναι όταν μαζεύεται ο ΔΣΕ στο ξέφωτο και γίνεται η απονομή των πάνινων παρασήμων που έχουν κεντημένο επάνω τη λέξεη «Γράμμος». Και αρχίζει ο χορός. Κάτι σαν χορός των καταραμένων. Ολοι χορεύουν αλλά λίγοι γνωρίζουν ότι η ήττα είναι κοντά. Συγκλονιστικό!
Το έργο είναι ύμνος στους μαχητές του ΔΣΕ. Στο «ψυχή βαθιά» είδα τους μαχητές του ΔΣΕ όπως τους φανταζόμουν. Ως κανονικούς ανθρώπους. Πιθανότατα κάποιοι θα ήθελαν να τους δείξει ανίκητους και άτρωτους. Δεν ήταν και ευτυχώς δεν τους δείχνει έτσι…
Επίσης κάνεις ένα λάθος. Το ψυχή βαθιά δείχνει ένα κομμάτι από τις μαχες του Γράμμου, τις τελευταίες μέρες, δεν κάνει αναδρομή σ’ όλο τον εμφύλιο.
Οσοι θέλουν να μάθουν για τον εμφύλιο, για το έπος αλλά και τα λάθη του ΔΣΕ υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Ομως το βιβλίο είναι… κουραστικό. θα προτιμούσαμε μια ταινία που να δείχνει πόσο δίκιο είχαμε, πόσο καλύτεροι πολεμιστές, πόσο κακοί ήταν οι δεξιοί κ.λ.π. Τελικά εμείς οι αριστεροί θέλουμε να μας χαϊδεούν τα αυτιά, τα μάτια, αλλά κυρίως τη ψυχή..
Μάκης
1 Νοεμβρίου, 2009 at 8:41 μμ
Μάκη να σου πω.
Θέλω να δω μια ταινία που να δικαιώνει το ΔΣΕ. Αν δεν μπορώ να την «έχω» ας είναι τουλάχιστο μια ταινία γειωμένη στην τότε ιστορική πραγματικότητα. Ας μην παίρνει και θέση υπέρ του ενός ή του άλλου αλλά να μη μας τους παρουσιάζει και σαν καουμπόϊδες και ινδιάνους.
Εγώ , σε βεβαιώνω, δεν θα ήθελα να τους δω «ατρωτους κι ανίκητους». Αλλά θα ήθελα να τους δω και σαν επαναστάτες που ήταν.
«Τελικά εμείς οι αριστεροί θέλουμε να μας χαϊδεούν τα αυτιά, τα μάτια, αλλά κυρίως τη ψυχή..»
Κι αυτοί το ξέρουν αυτό..
1 Νοεμβρίου, 2009 at 9:52 μμ
R5
Εδώ είναι κατά τη γνώμη μου το λάθος σου. Πως δείχνει ο Βούλγαρης τους μαχητές του ΔΣΕ;
Δεν τους δείχνει με ψυχή, με παληκαριά; Δεν τους δείχνει με τις ανθρώπινες απορίες (θα έρθουν οι σοβιετικοί; Τι ήσουν συναγωνίστρια πριν γίνεις συναγωνιστριά; κ.λ.π).
Δεν τους δείχνει επαναστάτες όταν δεν προδίδουν και δεν λυγίζουν στο στρατοδικείο;
1 Νοεμβρίου, 2009 at 10:42 μμ
Ξέρω γω? Ισως αν έδειχνε πώς έγιναν επαναστάτες. Γιατί ανέβηκαν στο βουνό.
Γιατί το κράτος κι οι αμερικάνοι επιδίωξαν τη συντριβή του λαϊκού κινήματος.
Ίσως να είμαι τελικά τόσο κάθετος με την ταινία λόγω του «ντόρου» που σηκώθηκε.
2 Νοεμβρίου, 2009 at 12:38 πμ
@ R5
Η ταινία «περιγράφη» κάποιες στιγμές προς το τέλος του εμφυλίου. Καταγράφει το δράμα (γιατί δράμα είναι…) των δυο αδερφών που ο ένας είναι στον ΔΣΕ και ο άλλος στον εθνικό στρατό. Δεν κάνει καταγραφή του εμφυλίου.
Ειλικρινά σου λεω πρέπει να είμαστε πιο ψύχραιμοι στη κριτική μας.
Εγώ τι συγκρίνω με τις ταινίες του Κεν Λόουτς «Γη & Ελευθερία» ή το «Ο άνεμος χόρευε το κριθάρι».
2 Νοεμβρίου, 2009 at 12:40 πμ
@ R5
Και κάτι άλλο. Γράφουν πολλοί ότι παρουσιάζει «αγιους» τους αξιωματικούς του Εθνικού Στρατού. Λάθος.
Εγώ πιστεύω ότι τους ξεγυμνώνει. Δείχνει στρατηγούς και ταξίαρχους να κάθονται σούζα στον Βαν Φλητ και να τραυλίζουν.
7 Νοεμβρίου, 2009 at 11:32 πμ
ε οχι ρε φιλαράκι! Κάτσε! Δε τους δείχνει σούζα στο Βαν Φλυτ. Τους δείχνει να προσπαθούν να τον πείσουν να αλλάξει άποψη και να μη χρησιμοποιήσει τις Ναπαλμ αλλά να μη μπορούν. Ποιους? Τους συνεργάτες των Γερμανών . Ε όχι! αυτό είναι ιστορική αθώωση και βλασθημία!
6 Νοεμβρίου, 2009 at 12:41 πμ
toso i cruella oso kai o makis nomizw thetoun swstes parametrous kai aformes gia peraiterw kouventa oson afora ti simasia kai tin axia tis kinimatografikis texnis, tis strateusis tis,tin antistasi s’ autin se xalepous.. kairous. nomizw tha to pw kalutera me mia salonikiwtikia ekfrasi ..xalara..
yg. akoma den tin eida tin tainia, esy r5?
6 Νοεμβρίου, 2009 at 4:50 μμ
κοιίταξε είναι μεν τζάμπα το ποστάρισμα, αλλά μην καταχράσαι και χώρο. κουράζεις..
6 Νοεμβρίου, 2009 at 9:49 μμ
den katalava pros ti to pesimo.. kai i apaksiwsi?pragmatika
7 Νοεμβρίου, 2009 at 1:26 μμ
και μέσα σε όλους φυσικά και ο γνωστός μπουκαλάκιας (μην χάσει) με ένα ακόμα κείμενο ,μνημείο ηλιθιότητας
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artid=298029&dt=07/11/2009
άμα τρως πολλές φάπες στο σχολείο αυτά γράφεις…
16 Νοεμβρίου, 2009 at 4:20 μμ
Το θέμα είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να εξαφανιστεί και να παραχαραχτεί η ιστορική αλήθεια, γιά να βγει στο προσκήνιο ο παρονομαστής της: ότι όλοι αδέρφια είμαστε.
Το δεύτερο μπορεί να γίνει και χωρίς το πρώτο.
Διότι είναι γεγονός: Εμφύλιο ανεργία πληθωρισμό – όλα τα πληρώνει ο λαός.
Αλλά τι να κάνουμε τώρα που από τη Βάρκιζα κι έπειτα και κάθε μέρα γιά 1,5 – 2 χρόνια λάβαινε χώρα επισήμως και ανεπισήμως μιά εκστρατεία εξανδραποδισμού των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και των οικογενειών τους σε όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας, από τις δοσιλογικές συμμορίες και από το κράτος υπό την καθοδήγηση των βρετανών προστατών τους;
Είναι τόσο «κρυφή» αυτή η αλήθεια γιά να την ανακαλύψει και να την εντάξει στην ταινία του σαν συστατικό της στοιχείο ο Βούλγαρης και ο κάθε Βούλγαρης;
Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθεί κανείς την «συνέχεια του κράτους» από το κράτος του ιδιώνυμου στο μεταξικό κράτος και από το μεταξικό κράτος στο μεταπολεμικό, που θέριζε τον κόσμο στην πλατεία Συντάγματος τον Δεκέμβρη του 44, που τον θέριζε εν ψυχρώ την ώρα που τον ειρωνευόταν ότι «πιστεύουμε και στη λαοκρατία»;;;
Επιλεκτική αυτή η αμνησία, και ταυτόχρονα συμπληρωμένη με την ποτισμένη με δάκρυα καραμέλα ότι «ναι αλλά οι ρώσοι δεν σας έστειλαν αεροπλάνα»…
Κατά τα άλλα το σχήμα της ταινίας μπορεί να εφαρμοστεί «με μάτια ερμητικά κλειστά» (τίτλος από άλλη ταινία), σε οποιαδήποτε ταινία αφορά οποιονδήποτε εμφύλιο πόλεμο, και οποιονδήποτε πόλεμο στην ιστορία, από τον τρωικό πόλεμο μέχρι σήμερα.
Κάθε πόλεμο τον πληρώνει ο λαός, κάθε πόλεμος είναι στοιχείο της βαρβαρότητας της συνεχιζόμενης ανθρώπινης προϊστορίας.
Γιατί να μην δακρύσουμε με τον σκοτομό του Έκτορα από τον Αχιλλέα, τη στιγμή που κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσανε να ήταν τα καλύτερα φιλαράκια;
Δάκρυα μπορούμε να χύσουμε και γιά τον πόλεμο του Σπάρτακου το 70 π.Χ. Τα λαϊκά παιδιά της Ρώμης θα ήταν ομορφότερο να αγκαλιάζονται με τους ηττημένους δούλους (όλοι τους «ξένοι» παρεμπιπτόντως) αντί να τους σταυρώνουν κατά χιλιάδες κατά μήκος της Αππίας Οδού (ο Καρατζαφέρης έφτιαχνε τα καρφιά) ή να τους ρίχνουν στα λιοντάρια γιά να διασκεδάζει ο Καίσαρας και οι οικογενειάρχες της Ρώμης μασώντας πασατέμπο.
Τι κρίμα στον ισπανικό εμφύλιο, αδέρφια να χύνουν το αίμα τους στη σύγκρουση ανάμεσα στο φασισμό και τη δημοκρατία… Γιατί να μην τα χουνε βρει από πριν με μιά παρτίδα σκάκι ανάμεσα στους αρχηγούς και κάθονταν και χύνανε το αίμα τους οι ανόητοι, οι «παγιδευμένοι»;
Και τι θα πει Πέρσες και Σπαρτιάτες, τι θα πει Έλληνες και Ιταλοί (ούνα φάτσα ούνα ράτσα), τι θα πει Έλληνες και Γερμανοί αφού πέρα από όλα είμαστε όλοι άνθρωποι, και πάντα αυτοί που πολεμάνε και σκοτώνονται σε κάθε πόλεμο -εμφύλιο ή μη- είναι άνθρωποι του λαού;
Αλλά αφού χωράει σε κάθε πόλεμο το σχήμα, ας προσέχει ο Βούλγαρης κι ο κάθε Βούλγαρης τα τέρατα που γεννά αυτή η ειρήνη, αυτη η ειρήνη της οποίας «δυστυχώς» πρέπει να πάρει το σχήμα της ώστε να «πετύχει» να χρηματοδοτηθεί για την μοναδική κινηματογρφική εκδοχή του εμφυλίου που θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί όπως χρηματοδοτήθηκε, ας προσέχουν λοιπόν την ειρήνη αυτή, στο σχήμα της οποίας προσαρμόζονται σαν πλαστελίνη για μια χρηματοδότηση μικρή ή μεγάλη, γιά να μην βρεθούν και στο μέλλον αναγκασμένοι να στήνουν κινηματογραφικές βιομηχανίες δακρύων σαν την περί ης η λόγος.
Σαν επίλογο, ξεκαθαρίζω ότι την ταινία ΔΕΝ την έχω δει, και πως όσα ξέρω γι’ αυτήν τα έχω διαβάσει ή τα έχω ακούσει από ανθρώπους που εμπιστεύομαι και από περιγραφές που από την εσωτερική τους συνάρθρωση μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Και επίσης ότι ΟΥΤΕ πρόκειται να τη δω στο σινεμά, διότι δεν μού φτάνει που ξέρω από πριν τι είναι η ταινία (για τα εφέ θα προτιμούσα το «2012»)αλλά από φέτος το σινεμά της συνοικίας μου έχει απαγορέψει και το κάπνισμα στο διάλειμα και δεν πηγαίνω σινεμά γιά να παριστάνω τον τιμωρημένο.
Αυτά.
16 Νοεμβρίου, 2009 at 7:14 μμ
ωραία τα λες μεγάλε.
Και είμαι ολόψυχα μαζί σου στο μποϋκοτάζ των σινεμάδων που απαγορεύουν το κάπνισμα και στα διαλείμματα – να δούμε ποιος θ’αντέξει στο τέλος..
18 Μαρτίου, 2010 at 4:27 μμ
ΚΡΙΤΙΚΗ :
«Ψυχή βαθιά»
Μια μελό ταινία για τον Εμφύλιο;
Τελικά, η αίσθηση που μένει από την ταινία του Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» είναι πως ο σκηνοθέτης στόχευσε μόνο στη συγκινησιακή φόρτιση των θεατών.
Ο κινηματογραφικός φακός του εστιάζει στα πρόσωπα των δυο αδελφών τονίζοντας επίμονα το νεαρό της ηλικίας και συνάμα την αθωότητα, είναι τα χωριατόπαιδα που η «μοίρα» τα ρίχνει τον ένα στη μεριά του κυβερνητικού στρατού και τον άλλο στην απέναντι πλευρά.
Η εξιστόρηση του Εμφύλιου όμως, είναι κάτι περισσότερο από ένα ανθρώπινο δράμα, επομένως, ο Βούλγαρης όφειλε να ξεπεράσει την εστίαση, από το καθαρά ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, στο γενικό, στην ουσία αυτής της εμφύλιας αντιπαράθεσης.
Θα μπορούσε κάλλιστα να μας δώσει εκτός από μια συγκινητική και ανθρώπινη ταινία (1) , μια ταινία πολιτικά δυνατή, έστω ένα πολιτικό δράμα, το ίδιο το θέμα, αλλά και η ιστορική γνώση (2) προσφερόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, για μια τέτοια δημιουργία.
[ (1) Ας συγκρίνουμε π.χ. με την ταινία «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» του Κεν Λόους.
Όπου πέρα από το συναισθηματικό μέρος της σύγκρουσης δύο αδερφών, μελών του IRA
( που ξαφνικά βρίσκονται σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα, με φόντο την Ιρλανδία τη δεκαετία του ’20, περίοδο της εξέγερσης ενάντια στη βρετανική κυριαρχία),
ο Λόους κατάφερε να δώσει και ένα αληθινό έργο τέχνης και ταυτόχρονα μια δυνατή πολιτική ταινία].
(2) Η ιστορική γνώση.
Ο Βούλγαρης δήλωσε πως διάβασε 600 βιβλία για να γνωρίσει την εποχή και να γυρίσει την ταινία.
Αυτό όμως καθόλου δεν επιβεβαιώνεται από την ταινία, αφού απουσίαζαν τα πολιτικά και ιστορικά στοιχεία, οι πολιτικές διεργασίες, οι αναφορές στις διεθνείς συγκυρίες και στα αίτια. Η ταινία δεν ασχολείται καθόλου με αυτά τα στοιχεία, τα απαραίτητα για την κατανόηση, αυτά που απαντούν στο ερώτημα «γιατί φτάσαμε στο Γράμμο και στο Βίτσι», επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στο ανθρώπινο δράμα.
Και τα ερωτήματα ενός «αφελούς» θεατή της ταινίας, για το
ποιες οι αιτίες, ποιος ο χαρακτήρας και ο σκοπός , ποια κοινωνικά συμφέροντα εκπροσωπούν οι αντιμαχόμενες πλευρές, γιατί πολεμούν, γιατί χύνεται αδελφικό αίμα, μένουν μετέωρα…
Μήπως πάλι, κύριος στόχος είναι να καταδείξει ότι ευθύνες για τον εμφύλιο είχαν και οι δύο πλευρές; Γενικά,
διαφαίνεται μια τάση του σκηνοθέτη να τοποθετεί εξ αρχής τα δύο στρατόπεδα σε κατάσταση «ισοτιμίας».
Μια τάση να εμφανίσει ως συνυπεύθυνους από τη μια,
– τον αγωνιζόμενο λαό που δε δέχτηκε να υποταχθεί στη νέα σκλαβιά,
και από την άλλη,
– τους εκμεταλλευτές του, που δεν ήθελαν ο λαός να χαράξει τη δική του πορεία, και γι’ αυτό τον ματοκύλισαν.
Αποκρύπτεται έτσι η ουσία, ότι δηλαδή οι αγωνιστές του ΔΣΕ έγραψαν αυτή την τρίχρονη εποποιία ψυχωμένοι από τη δύναμη της επαναστατικής τους ιδεολογίας, από το ιδανικό ενός καινούριου κόσμου, μιας ανώτερης ανθρώπινης κοινωνίας, χωρίς πολέμους, στερήσεις και εκμετάλλευση.
Ο λαϊκοδημοκρατικός πατριωτισμός ήταν η ιδεολογία του ΔΣΕ, με χαρακτήρα αντιιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό και η πάλη τους ήταν για τη λαϊκή εξουσία.
Όσο για τα στρατιωτικοπολεμικά κατορθώματά τους, προκαλούν μέχρι σήμερα το θαυμασμό ακόμη και αντιπάλων, γιατί ήταν ένας αληθινός λαϊκός επαναστατικός στρατός, από τους πιο δυναμικούς στον κόσμο, με στρατιωτική και πολιτική εκπαίδευση. Τα βήματα των μαχητών του καθοδηγούσαν οι μεγάλες αγωνιστικές παρακαταθήκες που άφησε η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση στη συνείδηση του λαού, μαζί και των νέων ακόμη και των ανήλικων, αφού κι αυτοί μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ ήταν αξεχώριστο κομμάτι του αγώνα «για μια ζωή ελεύθερη κι ωραία».
Ή μήπως στοχεύει ο Βούλγαρης σε μια λείανση των γεγονότων του Εμφύλιου, σε μια απόπειρα «συμφιλίωσης» των δυο πλευρών;;;
Μήπως και η ταινία του Βούλγαρη, όπως και το περιβόητο βιβλίο της ΣΤ΄Δημοτικού (που αποσύρθηκε τελικά κάτω από το βάρος των αντιδράσεων σχεδόν ολόκληρης της κοινωνίας) –
στοχεύουν στο ξαναγράψιμο της ιστορίας, στη λείανση, στο στρογγύλεμα των γεγονότων, στην εξίσωση θύματος και θύτη, σε τελευταία ανάλυση, με πρόσχημα την εθνική «συμφιλίωση»;
Λαμβάνοντας, μάλιστα υπόψη μας και τους φορείς οι οποίοι
χρηματοδότησαν την παραγωγή της ταινίας, μεταξύ αυτών αρκετά υπουργεία, η σκέψη μοιραία κατευθύνεται και εκεί…
Η συμφιλίωση όμως ποτέ δεν επιτυγχάνεται με την απόκρυψη ή με την παραποίηση της αλήθειας ή με την παρουσίαση του Εμφύλιου κάτω από ένα ουμανιστικό έστω πρίσμα και χωρίς άλλη εμβάθυνση στα γεγονότα που τον προκάλεσαν…
Κάποιες άλλες παρατηρήσεις και λάθη που εντοπίστηκαν.
– Οι τελευταίες, αποφασιστικές, μάχες του Εμφύλιου δεν δόθηκαν στο Γράμμο, όπως φάνηκε από την ταινία, αλλά στο Βίτσι.
– Και οι δυο πλευρές δεν έριχναν τις σφαίρες στο γάμο του Καραγκιόζη ούτε πάνω στο γλέντι, για τον απλό λόγο πως ήταν και δυσεύρετες και μαζί πολύτιμες.
– Ως μεταφορικά μέσα, μόνο μουλάρια χρησιμοποιούνταν , λόγω της ανθεκτικότητάς τους στις καιρικές συνθήκες και όχι τα συμπαθητικά γαϊδουράκια.
– Πολεμικές επιχειρήσεις γίνονταν από το Μάη έως τον Οκτώβρη, όχι τον υπόλοιπο καιρό, λόγω συνθηκών.
– Ήταν αδιανόητο σε αντιμαχόμενους να χρησιμοποιούν κοινή πηγή τροφοδοσίας νερού.
– Οι μαχητές του ΔΣΕ δεν μετάνιωσαν για τη συμμετοχή τους, ούτε τρελοί από τον πόνο ή τις τύψεις για το χαμό των συντρόφων τους παραδόθηκαν, όπως ο ήρωας της ταινίας, Ντούλας, σε μια από τις τελευταίες σκηνές.
[Ο οποίος υποτίθεται τρελαμένος από την εξόντωση όλης της ομάδας του από τα ναπάλμ παραδίδεται στον εχθρό. Έχει – δε – στο γιλέκο του κρατημένη μια σφαίρα, για τον ίδιο. Όταν παραδόθηκε στον αντίπαλο Τριαντάφυλλου, αυτός πήρε στα χέρια του τη σφαίρα, του έδωσε το πιστόλι του, στο οποίο ταίριαζε απόλυτα η σφαίρα του Ντούλα!!! και βγήκε έξω, αφήνοντάς τον να αυτοκτονήσει , χωρίς μάρτυρες….
– Ούτε νύξη επίσης πως αρκετοί από τους αντάρτες σ’ εκείνα τα μέρη μιλούσαν σλαβομακεδόνικα…
– Οι σκηνές της μάχης δεν είχαν κανένα ρεαλισμό.
Και όμως, οι αντιπολεμικές ταινίες βρίθουν από ωμές, ρεαλιστικές, σκηνές πολέμου. Η αίσθηση της βίας σ’ αυτή την περίπτωση μετριάζεται από το σκηνικό ή από την πλούσια εσωτερική ζωή των ηρώων.
Κλείνω με το σχόλιο κάποιου επώνυμου για την ταινία αυτή:
««Δεν περίμενα να δω μια ταινία όπου ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος θυμίζει επικίνδυνη κατασκήνωση»…
27 Μαΐου, 2010 at 1:06 πμ
Ο Βούλγαρης είναι αυτό που είναι. Δεν είναι ο Κεν Λόουτς.
Αλλά η ταινία έχει και σεναριογράφο.Γιατί ούτε λέξη για αυτό και την Ιωάννα Καρυστιάνη;
Εν ολίγοις. Λίγη η ταινία. Καλύτερη σε αυτό που κάνει καλά ο Βούλγαρης: τις σκηνές «δωματίου».
Όσο για την ιδεολογία; εκφράζει μια χαρά καιρούς που ζήσαμε και αριστερούς που γνωρίσαμε.
Αν δεν θυμάστε τη συνάντηση Μάρκου – Τσακαλώτου ρωτήστε να μάθετε.
Λαμπρή ταινία αν υποθέσω ότι την ‘παράγγειλε’ το κοινωνικό μπλοκ που ‘ζήτησε’ και τη συγκυβέρνηση του 1989.
Μπορεί το ΚΚΕ να έχει αλλάξει θέσεις από τότε αλλά δεν άλλαξαν ούτε όλοι οι «δικοί του» ούτε οι άλλοι που συμμετείχαν σε εκείνο το μπλοκ.
Το «αίτημα» για μια ταινία για τον Εμφύλιο παραμένει.
Ελπίζω να έγινα αρκούντως κατανοητός.
27 Μαΐου, 2010 at 10:19 πμ
Φίλε,
κι ο Κεν Λόουτς αυτός που είναι..είναι: το παραμυθι του «Γη κι Ελευθερία» είναι κλάσεις χειρότερο απ’την ταινία του Βούλγαρη.
Σωστό αυτό που λες για την Καρυστιάνη , έχει κι αυτή το μερίδιό της στην όλη σούπα της ταινίας και στον ιδεολογικό προσανατολισμό της. Δεν την έκραξε ειδικά το κείμενο, αλλά εννοείται νομίζω ότι δεν έχει σκοπό να την αφήσει στην απέξω.
Το «κοινωνικό μπλοκ» που ζήτησε τη συγκυβέρνηση το ’89 σήμερα συμμετέχει σε ενιαίες πορείες ΓΣΕΕ -ΑΔΕΔΥ..