Ξερεις..χάρηκα που σε είδα. Και χάρηκα που σε είδα εδώ..»
Την θυμάμαι εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ξέρω πως τη λένε. Δούλεύε στα Γκούντυς στη γειτονιά μου. Παίζει να ήμουν και πολύ μικρός όταν την πρωτοείδα. Κι αυτή πιτσιρίκα θά’ταν. Μετά έπιασε δουλειά σε ένα άλλο , «σάντουιτσλαντ» και ξέρωγω.. Είκοσι χρόνια νά’ναι; Τη θυμάμαι πάντα μ’αυτά τα χαζοχαρούμενα ρούχα με τα καπελάκια που τους βάζουν να φοράνε στα φαστφουντ. Περνώ από κει καμιά φορά πηγαίνοντας στο γραφείο. Κι εγώ έχω μεγαλώσει κι εκείνη. Βλεπόμαστε, χαμογελάμε, σπάνια ψωνίζω και τίποτα από κει. «Δουλεύεις εδώ γύρω;». «Λίγο πιο κάτω..». «Σε γραφείο, κατάστημα..;» «Δικηγόρος» «Βγαίνει τίποτα η..» «Η.. συνήθως». Τέτοια. Γνωστοί άγνωστοι σε μια πόλη ενός εκατομμυρίου, τίποτα σπάνιο ή σπουδαίο.
Την είδα στο Φεστιβαλ. Με είδε μάλλον, στο τραπεζάκι, πάνω στον πανικό του Σαββάτου μ’ένα ποτήρι φραπέ στο χέρι – τσιγάρο όχι, προσπάθώ να το κόψω ξέρετε. Με μια φίλη της – δεν την ήξερα αυτή, πάντως με χαιρέτισε κι εκείνη, ίσως να μη θυμάμαι καλά. Οικειότητα απροσποίητη. Χαρά μη σας πω. Μου έλεγε πόσο της άρεσε το Φεστιβάλ, όχι δεν ερχόταν πρώτη φορά, αλλά φέτος ήταν και δίπλα στο σπίτι της «Τί, ντροπή πια..». Μου είπε ότι έψαξε το περίπτερο του ΠΑΜΕ, θ’αράξει στη Λαϊκή Σκηνή και να πω στα παιδιά να τ’αφήνουν λίγο παραπάνω τα σουβλάκια. Χαμογελούσα. Κατάλαβε γιατί. Χαμογέλασε κι εκείνη και πήρε ένα «Αλφαβητάρι της Θητείας» που είχα στον πάγκο μου – ίσως νά’χει καν’ανηψι στο στρατό, ίσως να μάζευε ό,τι μπορούσε, ίσως να θελε μ’αυτό τον τρόπο να μου δείξει αλληλεγγύη. Να υπογραμμίσει το δεσμό που είχαμε. Εδώ είμαστε.
Μετά μου είπε πως χάρηκε που με είδε. Και ειδικά ΕΔΩ. Και μετά χάθηκε στ’ανθρωπομάνι.
Κι εγώ σκέφτηκα ν’ανάψω τσιγάρο, σκέφτηκα μήπως με είχε δει καμιά φορά με το Ριζοσπάστη, σκέφτηκα πόσοι και πόσες ακόμα εκεί έξω θα χαίρονταν να μ’έβλεπαν εδώ, ντράπηκα λίγο που δεν είμαι πια τόσο σκύλος με τα εισιτήρια κι όλ’αυτά, ντράπηκα δυο φορές που βαριόμουν στο τραπεζάκι μου, σκέφτηκα το σύντροφο των Αναγνώστη το Δεληγιάννη, το μαχητή του ισπανικού εμφυλίου που κάπου εκεί γύρω τέλειωσε τη ζωή του το ’44 στ’απόσπασμα,τέτοιες ανάκατες σκέψεις μπουρδουκλώθηκαν στο κεφάλι μου, αλλά δεν ήταν ανάκατες, η συνέχεια υπάρχει κι είναι ενιαία.Όχι σε ευθεία γραμμή. Αλλά ενιαία.
Μετά τίναξα τη σκόνη απ’το παντελόνι μου, γύρισα για λίγο απ’την άλλη κι άρχισα να ταχτοποιώ τα χαρτιά μου, δήθεν μου τα πήρε ο αέρας κι έτσι..
Καλά τα πήγαμε φέτος.
18 Σεπτεμβρίου, 2008 at 11:22 πμ
Ωραία!Και γω χάρηκα που είδα το φίλο μου το Λεό, μαζί με κάτι άλλους πρώην, μέσα στη γκρίνια βέβαια αλλά από φέτος είπαν να περάσουν μια βόλτα από το φεστιβάλ, ύστερα από παρα πολλά χρόνια..Ηταν καλά φέτος ναι!
18 Σεπτεμβρίου, 2008 at 11:31 πμ
Είδες πόσες σκέψεις μπορεί να γεννηθούν μέσα από μια τυχαία συνάντηση… 🙂
Πάντως κατάφερες να μου δώσεις μυρωδιά φεστιβάλ μέσα από το κείμενο.
Καλημέρα…
18 Σεπτεμβρίου, 2008 at 12:58 μμ
Γεια και χαρά σας παίδες!
22 Σεπτεμβρίου, 2008 at 11:25 πμ
Πολύ όμορφο κείμενο…
Δυστυχώς εδώ στην Αθήνα, μας τα χάλασε η βροχή Σάββατο και Κυριακή… Κι ήταν κρίμα γιατί υπό άλλες συνθήκες θα μιλούσαμε για το κορυφαίο μέχρι σήμερα Φεστιβάλ μας!
24 Σεπτεμβρίου, 2008 at 6:26 μμ
Αν καμιά φορά χανόμαστε με τα πολλά, υπάρχουν και τέτοιες φάσεις για να μας πουν «καλά πας».