Δεν ξέρω αν ψήνεστε να διαβάζετε για το πώς πέρασαν άλλοι στις διακοπές τους. Σας καταλαβαίνω αν δεν , ούτε κι εγώ πολυδιαβάζω κάτι τέτοια. Οπότε μείνετε σε τούτες εδώ τις γραμμές και μην προχωράτε παρακάτω δεν εγγυώμαι ότι δεν θα σπαταλήσω το χρόνο σας.   

Αλλά σε κάθε περίπτωση ορισμένα πράγματα είναι καλές εμπειρίες κι έχει πλάκα να τις μοιράζεσαι. Άσε που -εγώ δηλαδή – έχεις και κάτι να κάνεις ένα Σάββατο απόγευμα που αράζεις. Άσε που μπορείς κι εσύ -τώρα μιλάμε για σένα – να ψηθείς και να σηκωθείς να πας Βαρκελώνη με το παρεάκι σου, και να περάσεις τούφα να πούμε και τίποτα απ’όλ’αυτά δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχες διαβάσει ένα κειμενάκι στο βλογ κάποιου. Οπότε συνεχίστε να διαβάζετε και τις παρακάτω γραμμές ίσως να σας βγει σε καλό.

Που λέτε, ο R5 βαριέται τα μουσεία, και τα τοπία και τις τοπικές σπεσιαλιτέ. Να με συγχωρούν οι τουριστικοί πράκτορες (τους οποίους βαριέμαι επίσης και παραπέρα νομίζω ότι είναι υπερτιμημένη η «προσφορά» τους στην υπόθεση ταξίδια) , τα Υπουργεία Τουρισμού κλπ. αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατό να βγάλεις το οποιοδήποτε συμπέρασμα από το οποιοδήποτε μουσείο ας πούμε. Δηλαδή βλέπεις ένα άγαλμα ή ένα πίνακα, εντάξει; Και λες ξερωγώ «Μμμ ωραίος πίνακας». Και τί παναπεί «ωραίος» δηλαδή; Τα χρώματα; Το εικαζόμενο; Η τεχνοτροπία του καλλιτέχνη; Άμα δεν έχεις παιδεία για το θέμα δε νιώθεις (με νιώθεις;). Και μετά πώς δηλαδή να σου κατέβουν ιδέες, να σου προκύψουν συναισθήματα με καμμιά εκατοντάδα ακόμα τουρίστες, που τα πόδια τους πονάνε – γιατί μέσα σε τρεις μέρες ΠΡΕΠΕΙ να τα δούνε όλα μ’αυτά τα τουριστικά βρωμοπραχτορεία εκεί πού’ χουνε μπλέξει – και σέρνονται στους διαδρόμους; Άσε που δεν σ’άφήνουν να καπνίσεις, να πιείς κι έτσι. Και με τα τοπία το ίδιο -«ωραία θέα». Αμ η θέα είναι ωραία άμα είσαι αραχτός και ξεχνιέσαι. Όχι άμα σκέφτεσαι να προλάβεις το μετρό για πίσω.

Εντάξει.. Πήγα στο μουσείο του Πικάσσο. Βρεθήκαμε εκεί με μια συντροφούλα (γειά σου Δανάη!) που στα ίσα τη ρώτησα πες μου ΕΝΑ μουσείο που να αξίζει γενικώς τον κόπο να πάω – κι αφού εν τάχει της εξήγ\ησα το θέμα μουσεία – R5 (σημειώσατε 2). Και μας έστειλε εκεί. Τώρα επειδή εμένα μ’αρέσει η ζωγραφική , κι αν θες να ξέρεις 6 χρόνια στο δημοτικό έκανα μαθήματα σχέδιο, ακουαρέλλα , λάδι, κάρβουνο , με βαρυά καρδιά πήγα που λέτε αλλά, εντάξει, αν βρεθείτε κάπου ‘κει αξίζει τον κόπο. Δεν πρόκειται για έκθεση των σουξέ του καλλιτέχνου βασικά κάποια πρωτόλεια σχέδιά του έχει από το 1892 π.χ. έργα που είχε κάνει το διάστημα που ζούσε στη Βαρκελώνη. Δεν θα τη χαρακτήριζα ως έκθεση λέω, ενδειχτική της σημασίας του Πικάσσο για τη σύγχρονη τέχνη, πάντως Πικάσσο δεν βλέπεις κάθε μέρα. Ίσως περισσότερο ενδιαφέρον να είχε το μουσείο του Joan Miro – η έτερη καταλανή φίρμα της ζωγραφικής. Άλλη τεχνοτροπία εκείνος,  είναι περισσότερο «λαϊκός» καλλιτέχνης στην αρχική του περίοδο, χωρίς να είναι και Ριβέρα βέβαια, συνιστά μια «μοναδική περίπτωση καλλιτέχνη που δεν μπορεί έυκολα να κατηγοριοποιηθεί. Ήταν φίλος με τους σουρρεαλιστές – τον Elyard βασικά , έμαθε το κολλάζ από τον Tristan Tzara, και έκανε αφίσσες για τους δημοκρατικούς στον εμφύλιο, για το PSUC μετά τη νομιμοποίησή του ενώ έζησε χρόνια στη Γαλλία πολιτικός εξόριστος. Την επόμενη φορά…    

Έτσι που λέτε. Πιο πολύ γουστάρω να περπατάω. Δρόμοι, κίνηση, αφίσσες, βιτρίνες, γκράφφιτι, καταλήψεις σπιτιών, Πακιστανοί, Κινέζοι, παπατζήδες, καλλιτέχνες του δρόμου, φρικάκια, γκομενάρες, τα γραφεία του ΚΚΚαταλωνίας, πλατείες παντού, σταθμοί του μετρό, θάλασσα, δρόμοι με τραγουδιστά ονόματα. Τέτοια.

Η γειτονιά της Raval ας πούμε. Προχωράς μέρα μεσημέρι – προφανώς χωρίς προορισμό – και δίπλα στις μανάδες που κουβαλούν τα ψώνια, τα αλάνια με τα skateboard και τους Μαροκινούς με τις κελεμπίες είναι οι νταβάδες με το «εμπόρευμα».»Chico» και «chico» μας είχαν τα κορίτσια, τί να κάνεις, μπουρδελότσαρκα προέκυψε η βόλτα και ντάλα μεσημέρι μάλιστα. Πέρα απ’αυτό βέβαια – πάντως εγώ σας τό’πα, αν τυχόν πάτε με το αμόρε κατά’κει κάν’τε τα κουμάντα σας – η γειτονιά αυτή έχει γενικά ένα αέρα προλεταριακό και αλήτικο. Όχι «αλήτικο» με κάποια χαριτωμένη κι ακίνδυνη έννοια. Αν τα μπουρδέλα δεν σας πείθουν, τί σας λένε οι εμποράκοι, επίσης με τον ήλιο ψηλά να σε ψήνουν για «χατσίς» και μαριχουάνα; Κι αν δεν σας ψήνουν ούτε αυτά -επαναλαμβάνω μιλάμε για μέρα- τη νύχτα τα πράγματα είναι περίπου walk on the wild side. Εκείνες τις ώρες δεν βλέπεις γύρω καθησυχαστικές φάτσες. Ούτε καθησυχαστικά μαγαζιά, αυτοκίνητα, τουρίστες και τέτοια. Κανά περιπολικό ίσως. Και παρέες ζόρικες με ανοιγμένα μπουκάλια, άστεγους να κοιμούνται στα απόμερα δρομάκια, μαγαζιά-αυστηρά-για-μετανάστες (αφρικανούς κυρίως). Η Raval είναι το παλιό 5ο Διαμέρισμα , γειτονιά που πρωτοστάτησε το ’36. Εγκαταλειμένη γενικώς, πλασάρεται για γραφική αλλά δεν είναι τουριστικός κόμβος εδώ που τα λέμε -εκτός κι η ανθρωπογεωγραφία είναι η φάση σας. Εκεί επίσης στήνουν συναυλίες και οι Ojos de Brujo και γενικά η σχετική σκηνή της Βαρκελώνης. Όχι δεν πέτυχα κάτι, παρά μόνο τον αέρα του πολυεθνικού εργατομαχαλά που ζωγραφίζουν με τη μουσική τους τα άτομα.

Μου άρεσε δηλαδή εκεί πέρα.

Από την άλλη το Barri Gotic κι η Ciutat Vella -από την άλλη πλευρά αριστερά όπως κατεβαίνεις τη Rampla για τη θάλασσα – είναι πιο user friendly. Είναι άλλος ο αέρας που σου δίνει αυτή η μεσαιωνική γειτονιά, αλλά για να λέμε την αλήθεια είναι τόσα τα μαγαζιά κάθε είδους που λειτουργούν στα ισόγεια που δύσκολα μπαίνεις σε τριπάκι -το πρωϊ. Γιατί το βράδυ η φάση είναι αλλιώς.

Νightlife in Barcelona: βγάζω το καπέλο,  δεν υπάρχει περίπτωση να πλήξεις. Κατ’αρχήν τα μπαράκια είναι μπαράκια – κανονικά, με τη μουσικούλα τις φάτσες, τα ποτά τους, κομπλέ. Κάμποσα έχουν και χαρακτήρα κι αν είστε τυχεροί μπορεί να πετύχετε και τον Tonino Carrotone άμα λάχει στο «Bahia» . Με τον οποίο συνεννοήθηκα άψογα στα καταλανικά μια και ξέραμε κι οι δυο τη λέξη -κλειδί μαλάκας. (ναι ρε!). Γενικώς , μολονότι εγώ φαντάστηκα ότι θ’ακούγαμε ό,τι νά’ναι οι τύποι παίζουν το σύγχρονο ήχο που ακούμε και δαμέ, παναπεί James (fuck!), Winehouse, Black Rebel, Cave, Iggy καταλαβαίνετε τί εννοώ. Και μετά τα ποτά είναι φτηνά, φτηνότερα από τη μεγάλη φτωχομάνα σίγουρα. Επίσης υπάρχουν και εξειδικευμένα μέρη, για τους φαν της ska/reggae, soul, rumba – dub, garage.

Το καλύτερο όμως είναι ότι οι δρόμοι ρε σεις είναι γεμάτοι ζωή: ένα βράδυ γυρνάμε κι ακούμε μουσική στον Καθεδρικό ναό της παλιάς πόλης. Ακολουθούμε τον ήχο και φτάνουμε σε μια πλατεία όπου υπάρχει μια μικροφωνική και κάτι τυπάδες που παίζουν παραδοσιακά ντόπια τραγούδια. Χωρίς στολές και τουριστάδικο φολκλόρ. Η πλειοψηφία των μαζωμένων ήταν ντόπιοι και χορεύαν στη μουσική – κάτι όμορφα αντικρυστά και κάτι κυκλικούς χορούς. Σπάζεσαι που δεν μπορείς να συμμετάσχεις! 

Ή ένα άλλο βράδυ στη Gracia – στη γειτονιά με τα κτίρια του Gaudi  – όπου έχει σε μια πλατείτσα πάλι λαιβ μια κίνηση αναρχοκάπως, για μια πρωτοβουλία που’χαν κάνει οι τύποι (μια ρεφορμιστική χαζομάρα εδώ που τα λέμε, οικολογικοτέτοια) να γυρίσουν την Καταλωνία με ποδήλατο. Κατέβαιναν απ’τα σπίτια τους οι ντόπιοι συναντιούνταν στην πλατεία, ψιλοακούγανε, ψιλοσυμμετείχαν, πίναν.

Συγκρίνεις τώρα με τις γειτονιές τις δικές σου που θυμίζουν κηδεία -για τις πλατείες μιλάω όχι για τα τραπεζοκαθίσματα και τις ντηζανιές του κώλου  – και μελαγχολείς. Όχι γιατί δεν γίνονται πράγματα. Αλλά γιατί σε ότι γίνεται ο κόσμος δεν συμμετέχει. Δεν τό’χει να βρεθεί με τον άλλο. Τηλεόραση, «ρεστωράν», φραπές με νταπα ντούπα και Γιουροβίζιον, μπάλλα στην τηλεόραση (δυο φορές στην ίδια φράση η λέξη «τηλεόραση», είναι μάστιγα η λεξιπενία λέμε.)

(Πάλι μεγάλο μου βγήκε.Δεν θα προλάβω να πω ούτε για το φαγητό, ούτε για τα βιβλιοπωλεία που έψαχνα πράμα για το Guerra Civil και μου πρότειναν το βιβλίο του Hugh Thomas – πως και δεν μου είπαν να ψάξω σε μπλογκ! – ούτε για τη Sagrada Famillia ή το θρυλικό Hospitalet του ’36).

Άφησα ακάλυπτο το memorias perdias – χαμένες μνήμες του τίτλου. Πάει το μυαλό σας που το πάω, και όχι δεν γίνεται κανένας πανικός στη Βαρκελώνη του 2008 για τα καλοκαίρια του ’36. Όχι ότι υπάρχει και άκρα του τάφου σιωπή..Η σημερινή Generalitat έχει στήσει ένα ίδρυμα για τη Memoria Republicana και όλο και κάτι σκαρώνει, καμμιά έκθεση για τους βομβαρδισμούς του ’38 στο μετρό ας πούμε, ή για το θέατρο τις μέρες του εμφυλίου. Αλλά, αν τα βιβσημάδια...λιοπωλεία, η ανυπαρξία μνημείων και τα υπαίθρια παζάρια αρκούν για να δώσουν εικόνα η μνήμη της Πασσιονάρια και του Κομπαινς είναι κρυμμένη από τον επισκέπτη.

Υπάρχουν κάμποσες διαφημιστικές πινακίδες δηλαδή που κρύβουν κάποιους τοίχους που είχαν γίνει σουρωτήρι από τις σφαίρες. Εκτός από αυτόν εδώ, για τον οποίο δεν θα δείτε σε κανένα τουριστικό οδηγό, ούτε ξέρω πως λένε την πλατεϊτσα που βρίσκεται, παρά μόνο έπεσα πάνω του ένα βράδυ κατά τις 3μιση – 4 και στα πόδια του κοιμόντουσαν οι κλοσάρ. Αν σταθείς όρθιος πάνω του θα δεις ότι οι τρύπες είναι στο ύψος του ανθρώπινου σώματος.

Τέλος. Αν σας μείνει κάτι απ’αυτό το κειμενάκι ας είναι, λέω,  ένα ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ τραγούδι που ακούσα σ’ένα μπαράκι αμέσως μετά από ένα κομμάτι των Smiths.

Salud!

( Camaron de la Isla – La Leyenda del Tiempo, πρόκειται για ποίημα του Lorca)