control1.jpgΕίδα το Control πριν λίγες μέρες. Είναι η ταινία του , φωτογράφου βασικά, Anthon Corbijn σχετικά με τη ζωή του τραγουδιστή των Joy Division Ian Curtis. Μάλλον κάτι θα έχετε ακούσει. Και ακόμα περισσότερο μάλλον κάτι θα έχετε ακούσει για τους ίδιους τους Joy Division. Εγώ τουλάχιστον τους γνώρισα πιτσιρικάς, όταν στα παγκάκια όλο και κάποιος θα χάρασσε Joy Division, την ημερομηνία θανάτου του Curtis, κανά στίχο, “Isolation” και τα σχετικά.

Πήγα με ανάμεικτη προδιάθεση.. Εντάξει, ο «μύθος» γύρω από την μπάντα και τον τραγουδιστή της είναι μεγάλος: προφήτες της αστικής αποξένωσης και τα τοιαύτα..( Μου την έσπαγαν πάντα όλα αυτά τα επικολυρικά για τα συγκροτήματα. Άσε που στην προκειμένη περίπτωση δεν πολυισχύουν:   οι υπόλοιποι του συγκροτήματος, όπως ξέρουμε όλοι, έστησαν στη συνέχεια τους New Order οι οποίοι έκαναν τεράστια καρριέρα, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα κι η οποία περιλαμβάνει δεκάδες pop τραγούδια – κάθε άλλο παρά καταθλιπτικά, πάρε παράδειγμα τον ύμνο για την εθνική Αγγλίας στο Mουντιάλ του ’90, το «World in Motion» που τραγουδάει κι ο John Barnes της Liverpool, τότε. Όχι ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν κι ότι δεν μπορεί αυτοί που ήταν μέσ’ τη μαυρίλα χτες να είναι μια χαρά και στα γούστα σήμερα. Απλά ρε φίλε δεν είναι μονοσήμαντα τα πράγματα: μπορεί μέσα στην κατάθλιψη να κρύβεται και η χαρά. Και το αντίθετο. Όλοι αυτοί οι ύμνοι και η μυθολογία που ακολούθησαν το θάνατο του φουκαρά του Ίαν τι αποσκοπούν πέρα από το να διαμορφώσουν ένα συγκεκριμένο στυλ, που θα είναι εύκολα αναγνωρίσιμο και τυποποιήσιμο για τις εταιρίες δίσκων, τα δισκάδικα (ωραία παλιά λέξη) και το καταναλωτικό κοινό;(Νομίζεις ότι) Δεν την παλεύεις 16χρονε φίλε μου (επειδή σου φωνάζουν οι γονείς σου, δεν παίρνεις καλούς βαθμούς κι εκείνη η άτιμη η μελαχροινή δεν σε κάλεσε στο παρτυ της); Ορίστε το δισκάκι για σένα..Και μετά το μπλουζάκι, το χτενισματάκι, άλλα δισκάκια, ταινίες, βιβλία.. Η βιομηχανία της κουλτούρας έχει πρέζα να σε ταϊσει..

Έπειτα ήταν και το άλλο. Σου είπα ότι τους γουστάρω χρόνια τους Joy Division και κάποτε έπεσα σε μια συνέντευξη του Tony Wilson σχετικά με τον Ian Curtis, που τον περιέγραφε σαν έναν γενικά εύθυμο και χαβαλεδιάρη τύπο, όπως οι περισσότεροι της ηλικίας του, της εποχής του (τέλη δεκαετίας ’70) και της φάσης του ( όλο αυτό το κοινωνικό και πολιτιστικό ρευστό που γέννησε το new wave..). Ένας καθημερινός βασικά τυπάς, με έφεση στους στίχους. Παντρεύτηκε από λάθος πολύ μικρός, ήταν επιληπτικός, φορτώθηκε με πολλές ευθύνες απότομα, είχε κάποιες εμμονές με το θάνατο – και την «ποιητική» του διάσταση, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ – και επέλεξε μια λύση, απότομη και αναπάντεχη για όλους. Δεν υπήρξε μάρτυρας κάποιας κοινωνικής καχεξίας. Έγραφε για τη μοναξιά (το «Isolation» που λέγαμε), τον έρωτα που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες (το «Love Will Tear Us Apart» όπως ξέρεις), ακόμα και για την κουλτούρα που το καθεστώς ταϊζει το πόπολο ( τί, όχι; Και το «Transmission» που πάει;) αλλά περισσότερο υπέβαλε ο ίδιος τον εαυτό του στην κατάθλιψη, παρά τον έπνιγαν τα αδιέξοδα: ας μην ξεχνάμε ότι αυτοκτόνησε όταν το συγκρότημά του είχε αρχίσει να γίνεται πλατειά γνωστό και ήταν έτοιμο να φύγει για περιοδεία στις ΗΠΑ – την αμέσως προηγούμενη μέρα για την ακρίβεια. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι είχε φτιάξει οικογένεια, είχε και γκόμενα, έκανε παρέα με το συγκρότημα.. Κι έπειτα, δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης, και μόλις φαινόταν να είχε αφήσει πίσω τις δυσκολίες μια για πάντα.    

Όλα αυτά όταν τα έχεις στο μυαλό σου πηγαίνεις ανάλαφρα να δεις μια ταινία σαν και την συγκεκριμένη: στη χειρότερη θα ακούσεις ορισμένα από τα αγαπημένα σου τραγούδια – που τα ακούς.. Στην καλύτερη θα δεις αυτό που είδα εγώ: ένα σκηνοθέτη κι ένα σενάριο, εντελώς τίμιο ως προς τον ήρωα. Και μια ταινία που χωρίς να ηρωοποιεί τον..εμ, ήρωά της, σε κάνει να τον συμπαθήσεις. Γουστάρεις πράγματι στο τέλος, αυτόν τον περίεργο τυπάκο, τον γνωστό αφηρημένο της τάξης που όλοι τον χαιρετάν και τον γουστάρουν στην παρέα αλλά κρατάν και μια πισινή για την παρτη του, και το πως προσπάθησε να ξεπεράσει μια σειρά καθημερινά ζητήματα και μια μιζέρια γύρω του μέσα από στίχους καθημερινούς, ειλικρινείς και αιχμηρούς. Αιχμηρούς.. Μαχαίρι φίλε μου.

Ε ναι και σκοτεινούς εντάξει…

«This is art”. Αυτό φέρεται να είχε απαντήσει ο Tony Wilson στην «παράνομη» του Curtis όταν η τελευταία τον ρώτησε αν εννοεί ο Curtis τους στίχους του και μήπως κάποια πράγματα τα σκέφτεται σοβαρά. Για την αυτοκτονία μιλάω. 

 Η ταινία παρακολουθεί μια ψιλοαδιάφορη ζωή ενός μέσου τύπου (middle of the road που λένε κι οι Άγγλοι) ο οποίος τραγουδάει σε μια μπάντα και προσπαθεί με εφηβική ανωριμότητα να ισορροπήσει σε μια δύσκολη κατάσταση.Όταν λέμε δύσκολη μη φανταστείτε:παντρεύτηκε στα 19 του την πρώτη του γκόμενα (τη Debbie, τη γνωστή Debbie για όσους ξέρουν τη φάση της μπάντας στο βιογραφικό βιβλίο της οποίας στηρίχτηκε το σενάριο), δούλευε σε μια πρωινή δημοσιουπαλληλική δουλειά, μετά έφτιαξε ένα συγκρότημα, πρόβες και συναυλίες τα βράδια, κάποια στιγμή ανακάλυψε ότι είναι επιληπτικός κι άρχισε να γίνεται με κοκτέιλ χαπιών και τέτοια «θεραπευτικά». Έπειτα η μπάντα έγινε γνωστή, αυτός βρήκε μια γκομενάρα (τουλάχιστον στην ταινία η ηθοποιός είναι δηλαδή ), απόκτησε ενοχές γι’αυτό. Σε μια πορεία δυσκολευόταν με τα λάιβ , σωματικά δηλαδή, καταβεβλημένος από το 8ωρο – ίσως και από τη φάση της αρρώστειας.

Δύσκολη κατάσταση αλλά μέχρι ενός σημείου:  ο τύπος μόνος του έσκαβε το λάκκο του και καθόταν από πάνω του να τον κυττάει…Δεν ζούσε δα και στην Παλαιστίνη ούτε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Και την είχε αρκετά καλύτερα από πολλούς συνομηλίκους του στην εποχή του. Άσε που όταν τελειώνουν όλα η μπάντα έχει ήδη ετοιμάσει τις αποσκευές της για περιοδεία στις ΗΠΑ. Λεφτά, φήμη, δόξα you know..

Όλα τούτα αποτυπώνονται στο πανί. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Mάρτιν Ρούε – αν το προφέρω σωστά – λειτουργεί σαν λαιτ μοτιφ (καλά κάτι μας είπες τώρα…).Μου φαίνεται τώρα που το σκέφτομαι ότι είναι και το δυνατότερο σημείο της ταινίας.Ίσως είναι και το μόνο στοιχείο δηλαδή που σκουντάει το θεατή «ξέρεις φίλος βλέπεις μια λυπητερή ιστορία»..Γιατί , αν ας πούμε ήταν έγχρωμη, ό,τι θά βλεπες δεν θα σε καθήλωνε σαν κλίμα. Απλή ήταν η ζωή που ζούσε ο τυπάς κι απλά τα πράγματα που του συνέβαιναν.Ακόμα κι η φάση της μπάντας – που μια άλλη ταινία το «24 hour Party People» της έριξε περισσότερο φως – που ήταν πολύ σημαντική μουσικά και, όντως,άνοιξε το δρόμο για μια σκηνή ολόκληρη και επηρρεάζει κόσμο και σήμερα κανονικότατα, περνάει επιδερμικά από το πανί. Ίσως όσο επιδερμικά , κι αδιάφορα, το έβλεπε κι αυτός. Από την άλλη ίσως και να μην είναι η πρόθεση του Corbijn να δώσει βάρος στην καλλιτεχνική πλευρά του Curtis, και τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές νομίζω πως εδώ η ταινία είναι αδύναμη καθώς το ταλέντο του Curtis είναι και η αιτία, της ταινίας, του ενδιαφέροντος του κόσμου, του βιβλίου της συζύγου (έτσι; Αν ήταν μόνο η γκόμενα ας πήγαιναν σε μεσημεριανάδικο: «Ο punk σύζυγός μου με κερατώνει με Βελγίδα υπάλληλο της Πρεσβείας»). 

Το σενάριο λοιπόν της ταινίας είναι έξυπνο.Απέφυγε να παρουσιάσει τον Curtis σαν τον «ήρωα των πεθαμένων οραμάτων μιας γενιάς», σαν «κουρέλι που τραγουδάει ακόμα» ή σαν το «γιγαντιάιο μουσακά που επιστρέφει» ξερωγώ κι άλλα τέτοια ωραία εναλλακτικά που θα έκαναν θραύση στο παλιό καλό Ποπ & Ροκ. Απέφυγε την ηρωοποίηση ή τη θυματοποίηση αν προτιμάς του τύπου κι εξελίσσεται , νομίζω, με το ρυθμό που ψυχανεμίστηκε ο μαν του σεναρίου ότι εξελίχτηκε η ζωή του Ian Curtis από το ’73 που κουβάλησε στο σπίτι του το «Aladin Sane» του Bowie μέχρι τον Μάϊο  του ’80 και το βραδάκι που άδειασε μια μπουκάλα βλέποντας Werner Herzog.

 Και γι’αυτό το λόγο το τέλος της ταινίας είναι σκληρό: η αυτοκτονία σοκάρει , άσχετα αν τη γνωρίζεις σαν γεγονός κι αν την περιμένεις αναπόφευκτα σαν κορύφωση. Άσε που δεν σου αφήνουν και χρόνο να πάρεις ανάσα. Σκοτάδι, ουρλιαχτά της χήρας κρεματόριο και «..don’t walk away in silence». Τίτλοι τέλους. Δεν το άφησαν στην τύχη οι μάγκες..

Νομίζω ρε φίλος ότι η ζωή γενικά είναι κάτι απλό. Αποφάσεις τις στιγμής. Όσο εύκολα αποφασίζεις να γίνεις διευθυντής σε πολυεθνική τόσο εύκολα αποφασίζεις να τα βροντήξεις όλα και να δώσεις τέλος. Απλά το δεύτερο θέλει μεγάλα αρχίδια. Να καταργήσεις μόνος σου το μέλλον που, εδώ που τα λέμε, μόνο υποσχέσεις φέρνει.Μόνο το παρελθόν υπάρχει.

 Ίσως ο τυπάς να ήταν εθισμένος στην αποτυχία. Αν είσαι εργάτης, μεσ’τη φτώχεια και την πολιτιστική μιζέρια, ζεις σ’ένα κουτί, σου λένε ότι έτσι είναι γιατί τίποτα δε γίνεται, κι αναρωτιέσαι «γιατί» ( και δεν κοιτάς γύρω σου να βρεις άλλους, να δείς τί να κάνουμε κι αν μπορούμε να κάνουμε τίποτα), αν δεν βρίσκεις τη συλλογικότητα , λέω, απλά δεν πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει καλό τέλος. Τα όνειρα είναι για παιδιά. Και η «Amelie»,εδώ που τα λέμε, ταινία ήταν. Ίσως ο φίλος, από το να βλέπει τη ζωή του να αργοκυλάει, σαν κανά φιλμ με ανούσια υπόθεση και βέβαιη κατάληξη να έβαλε το fast forward και τέλος. Χωρίς υπερβολές κι εκρήξεις. Ήσυχα (καλά, ίσως όχι και τόσο ήσυχα, κρεμάστηκε after all ) αλλά πάντως ανόητα σαν τη ζωή του προλετάριου που προσπάθησε να ξορκίσει με τα τραγούδια του.Πάτε να τη δείτε παίδες.Κι αν δεν σας έψησα με τις φλυαρίες μου και μόνο το soundtrack αξίζει… 

   

.